Οι ιαχές των τουρκοκυπρίων απεργών και διαδηλωτών έφθαναν μόνο μέχρι τα οδοφράγματα. Οι εργαζόμενοι στη νότια Λευκωσία, όπως την αποκαλεί ο φίλος μου Hasan δεν άκουσαν αλλά σε πιο ορθή διατύπωση, δεν ήθελαν να ακούσουν τις φωνές των συναδέλφων τους.
Εξάλλου αυτό δεν τους αφορούσε: οικονομικές οι απαιτήσεις τους και απευθύνονται προς ένα ψευδοκράτος. Η παρέμβαση των ελληνοκυπρίων πιθανόν, κατά την άποψη τους, να οδηγήσει σε αναβάθμισή του! Και οι εξ αριστερών: δεν είναι οι ίδιες οι απαιτήσεις τους όπως το 2004! Αυτή η άποψη, όμως, μας παίρνει μια επταετία πίσω, στο παρελθόν. Το μέλλον δεν αναφέρεται. Η ζωή βέβαια ακολουθεί το δρόμο της, ο χρόνος δεν επιστρέφει πίσω. Και το ερώτημα: αν τον χρόνο τον κρατούσαν με τσιγκέλια στο 2004, η ελληνοκυπριακή κοινότητα θα έβλεπε διαφορετικά αυτή τη δραστηριότητα απ’ ότι τότε; Και τότε όπως και τώρα, μιλούσαν για το οικονομικό συμφέρον της τουρκοκυπριακής κοινότητας, και μας καλούσαν να πηγαίνουμε ως προσκυνητές, λες και πηγαίναμε σε πανηγύρια αγίων!
Το οικονομικό συμφέρον είναι ένα ουσιαστικό κίνητρο, αλλά δεν είναι το μόνο. Στη μεγαλειώδη συγκέντρωση της 28ης Ιανουαρίου το βαθύτερο κίνητρο ήταν η απαίτηση για τη σωτηρία της ταυτότητας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία απειλείται από την ανεξέλεγκτη ροή πολιτών της Τουρκίας, από την οποία πηγάζουν τα οικονομικά προβλήματα. Ο πρόεδρος των τ/κ οργάνωσης των δασκάλων Şener Elcil (Σενέρ Ελτζίλ) ο κατεξοχήν εμπνευστής των κινητοποιήσεων, σε δηλώσεις του προσδιόρισε την ουσία του προβλήματος: «Στα σχολεία, μόλις το 1/3 των μαθητών είναι τουρκοκύπριοι. Παράλληλα, στον Βορρά υπάρχει αυξημένη παρουσία ατόμων που ήρθαν στο νησί από την Ανατολία. Αυτό το γεγονός δημιουργεί συγκεκριμένα προβλήματα στην καθημερινή πραγματικότητα του Τουρκοκύπριου. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, έχουν καταρρεύσει τα συστήματα της παιδείας και της υγείας. Οι υπαρκτές δομές δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις επιπτώσεις της πληθυσμιακής έκρηξης στον βορρά του νησιού. Οι λανθασμένες επιλογές της Τουρκίας και η μετατροπή της Κύπρου σε αποικία της, δίνουν μεγαλύτερες διαστάσεις στα υφιστάμενα προβλήματα…» (εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Κύπρου, ημ. 30/1/2011).
Η ανάλυση των ελληνοκυπριακών ΜΜΕ αλλά και πολιτικών παραγόντων παραμένει μονοδιάστατη – στις οικονομικές απαιτήσεις. Αυτή η θέση ταυτίζεται με την απαίτηση των συντηρητικών δυνάμεων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, όταν δήλωναν συμμετοχή στις εκδηλώσεις. Εναντιώθηκαν σε κάθε πολιτική αναφορά. Αποφεύγουν να αναφερθούν στη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού της κοινότητας τους με την ροή χιλιάδων τούρκων πολιτών, την υπαρκτή απειλή διαφοροποίησης της ταυτότητάς τους και ως επακόλουθο, τα οικονομικά προβλήματα που δημιουργούνται.
Έτυχε στις 27 Ιανουαρίου να βρίσκομαι στην άλλη πλευρά των συρματοπλεγμάτων προσκεκλημένος για καφέ από ένα φίλο: εκεί ήταν μαζεμένοι και αρκετοί νέοι που ετοίμαζαν πλακάτ. Μια νεαρή κοπέλα έγραφε ένα σύνθημα. Τη ρώτησα τι γράφει και μου είπε: «Αυτή η χώρα είναι δική μας»! Τη ρώτησα: ποια χώρα, η βόρειος ή η νότιος; Με κοίταξε αμήχανη. Δεν το είχε βέβαια σκεφτεί, ότι ένας κύπριος από το νότο θα υπέβαλλε αυτή την ερώτηση. Αλλά αν αυτό το πλακάτ το κρατούσε ένας οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος του Σ. Ντεκτάς πως θα το εννοούσε; Τι περιεχόμενο θα έδινε σ’ αυτό το σύνθημα; Αλλά αν το κρατούσε ένας ελληνοκύπριος ποιο περιεχόμενο θα του απέδιδε; Που θέλω να καταλήξω: Η ταυτότητα είναι καθαρά πολιτικό φαινόμενο. Προσδιορίζει τη διαφορετικότητα, ότι δεν είναι το «αυτό είναι» με το άλλο, όπως γράφει και ο γερμανός φιλόσοφος Hegel. Η απαίτηση λοιπόν, των τουρκοκυπρίων προς το κράτος τους, για έλεγχο της ανεξέλεγκτης ροής τούρκων πολιτών σημαίνει νομιμοποίηση και της ταυτότητας τους, ως πολιτών της ΤΔΒΚ. Οι ελληνοκύπριοι όμως δεν αναγνωρίζουν τέτοια ταυτότητα, γι’ αυτό και η απαίτηση τους για έλεγχο των τούρκων πολιτών, στρέφεται προς την Τουρκία. Άρα η έκφραση αλληλεγγύης προς τους τουρκοκύπριους καθίσταται δύσκολο και ανεπιθύμητο εγχείρημα για την ελληνοκυπριακή καθεστηκυία τάξη. Η παρασιώπηση τόσο από τα ελληνοκυπριακά ΜΜΕ, όσο και από τις ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων αυτού του στοιχείου, τους οδήγησε στο να αποφύγουν κάθε αναφορά στην ουσία της εκδήλωσης ή οδήγησε κάποιους να μιλήσουν γενικά και αόριστα για αλληλεγγύη με την τουρκοκυπριακή εργατική τάξη για τις οικονομικές της απαιτήσεις, δηλώνοντας «πως δεν είναι το ίδιο όπως το 2004».
Πιστεύω, ότι είναι η ώρα που η οπαδοί της ειρήνης και της επανένωσης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα πρέπει να κινηθούν οργανωμένα και να απαιτήσουν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για επαφή και ανάπτυξη των σχέσεων των απλών ανθρώπων. Αυτό απαίτησε από τους ηγέτες στη συνάντηση της Ν. Υόρκης ο Γ.Γ του ΟΗΕ, αλλά οι ηγέτες των δυο κοινοτήτων δεν κούνησαν το μικρό τους δακτυλάκι προς αυτή την κατεύθυνση: να ανοίξουν νέα οδοφράγματα, να καταργήσουν τη διπλή ασφάλεια των αυτοκινήτων και να συνδέσουν τηλεφωνικά τις δυο περιοχές, έτσι που να απεξαρτηθούν από την Τουρκία. Σε μια χώρα, όπου, αν φωνάξεις δυνατά από την Πάφο θα σε ακούσουν στον Απ. Αντρέα (εκτός και αν είσαι κουφός όπως οι πολιτικοί μας ταγοί) δεν χρειάζεται να τηλεφωνούμε μέσο Τουρκίας για να επικοινωνούμε με τους φίλους μας. Είναι γελοίο. Ξεκινώντας από τα μικρά θα φτάσουμε στα μεγάλα, θα δημιουργήσουμε κλίμα εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης που χάθηκε το 2004 για να ανατρέψουμε το τσιμεντομένο Παπαδοπουλλικό ΟΧΙ.
Κυριάκος Τζιαμπάζης
Εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ 03/01/2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Μπράβο Κυριάκο. Πολύ εύστοχη η ανάλυσή σου.
Γαστών
Μπράβο Κυριάκο. Πολύ εύστοχη η ανάλυσή σου.
Γαστών
Δημοσίευση σχολίου