5 Νοε 2014

Λύση στην κρίση είναι η λύση.

Υπάρχει πρόκληση, υπάρχει ένταση αναφορικά με το κυπριακό.                        Αυτή η ένταση υποσκάπτει τις προσπάθειες για λύση, 
όχι μόνο σε επίπεδο συζητήσεων των ηγεσιών των δυο κοινοτήτων, αλλά υποσκάπτει και τις σχέσεις των απλών ανθρώπων. 
Θα πρέπει λοιπόν, να θέσουμε το ερώτημα ως κοινωνία: πως μπορούμε να εξαλείψουμε αυτή την εστία έντασης, αφού αποκαλύψουμε βέβαια, τις αιτίες που την προκαλούν; Αν αυτό δεν γίνει, οτιδήποτε κάνουμε θα είναι μια αποσπασματική ενέργεια, η οποία πιθανόν να φέρει ένα προσωρινό αποτέλεσμα, αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν θα επιλύσει το πρόβλημα, το οποίο θα επανέλθει με σφοδρότερη ένταση και το οποίο  μπορεί να εξελιχθεί σε χειρότερη μορφή, χωρίς να είναι δυνατή η διαχείριση της από την Ελληνοκυπριακή ηγεσία. Λύση στην κρίση είναι η λύση του κυπριακού. Αυτό είναι αξίωμα.
Όλοι οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί τονίζουν ότι, η ρύθμιση του κυπριακού είναι αυτή που θα αποκαταστήσει την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία του κυπριακού κράτους. Αυτό είναι αναμφίβολα η πιο σωστή προσέγγιση. Το να λέγεται όμως, το αυτονόητο, απλά διατυπώνεται μια αλήθεια. Το πρόβλημα όμως, δεν λύνεται με το να λέγεται η αλήθεια, αλλά τι αποτελεί την αλήθεια στη συγκεκριμένη περίπτωση, για ποιο πράγμα λέγεται και για ποιο πράγμα αποσιωπάται. Γιατί μια σωστή διαπίστωση για ένα γεγονός είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ένα ψέμα, αν το σχετικό γεγονός αποχωριστεί από το Όλο, του οποίου αποτελεί συστατικό στοιχείο, αν το γεγονός απομονωθεί από την ιστορική διαδικασία στην οποία ανήκει.
Δυστυχώς για το θέμα που εξετάζουμε έχουν ειπωθεί πολλά ψέματα με τη μορφή της αλήθειας, χρησιμοποιώντας ακόμα και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου για την υπεράσπιση τους. Όμως μέχρι τη ρύθμιση του κυπριακού, που αποτελεί το Όλο, θα μπορούσαν οι ταγοί να λάβουν κάποια μέτρα, όχι για να αυξήσουν την ένταση, αλλά να απαντήσουν σ’ αυτήν με μέτρα που να αφαιρούν από την Τουρκία κάθε δικαίωμα να παραβιάζει την κυπριακή ΑΟΖ ή να ενεργεί με τέτοιο τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο τη διαδικασία ρύθμισης του κυπριακού, αλλά και τη ρητορεία ότι, με τις ενέργειες της εξασφαλίζει και κατοχυρώνει τα δικαιώματα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Δυστυχώς, στα μυαλά της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας έχουν κυριαρχήσει τιμωρητέες σκέψεις, που περισσότερο ρίχνουν λάδι στη φωτιά αντί να την περιορίσουν ή και να την σβήσουν. Τα αντίμετρα που ανακοινώνονται ή και που θα ανακοινώνονται σε κάθε ενέργεια της Τουρκίας σκοπεύουν να της δημιουργήσουν «κόστος» και να την «εξαναγκάσουν», σύμφωνα με τη λογική των Ελληνοκυπρίων ηγετών, να αποσύρει το Μπαρμπαρός από την αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα προγραμματιζόμενα μέτρα της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας δεν έχουν σχέση με το Όλον, που είναι η λύση του προβλήματος, αλλά η τιμωρία της Τουρκίας για τις νέες προκλήσεις της.
Ποια είναι τα μέτρα που αναμένεται να έχουν «κόστος» για την Τουρκία; Και πράγματι η Τουρκία θα εισπράξει πολιτικό «κόστος» από τις αποφάσεις των Ελληνοκυπρίων ηγετών; Πού βρίσκεται λοιπόν, η αλήθεια;
Τα μέτρα
Α) Η αναστολή των δικοινοτικών συνομιλιών.
Είναι το πρώτο μέτρο που έχει ληφθεί εναντίον της Τουρκίας. Ποιος πληρώνει γι’ αυτό το κόστος; Η Τουρκία ή μήπως οι Κύπριοι; Τι στοιχίζει στην Τουρκία αυτό το μέτρο; Ας ανασκαλίσουμε λίγο το παρελθόν για να φέρουμε στην επιφάνεια την ωμή πραγματικότητα είτε μας αρέσει είτε όχι.
Η Ελληνοκυπριακή ηγεσία πλήρωσε ακριβά την πολιτική του μακροχρόνιου αγώνα που χάραξε ο Μακάριος, που ανέμενε ότι θα αλλάξουν οι συνθήκες και η Τουρκία θα αναγκαζόταν ή θα την είχαν εξαναγκάσει (από ποιους δεν είναι γνωστό) να αποδεχτεί τη λογική των υποχωρήσεων και να προσεγγίσει τις δικές του μαξιμαλιστικές θέσεις στο κυπριακό. Μ’ αυτή την πολιτική σκέψη πορεύτηκε μετά το 1974 αλλά διαπίστωσε ότι, ο χρόνος εργάζεται όχι ενάντια στην Τουρκία, αλλά αντίθετα εδραίωσε την παρουσία της στη νήσο σ’ όλους τους τομείς. Τελικά υποχρεώθηκε να κάνει το μεγάλο άλμα και να υπογράψει τη συμφωνία για εγκαθίδρυση Ομοσπονδιακού κράτους, που ποτέ δεν το ήθελε και την ταύτιζε με τη διχοτόμηση της χώρας.
Η αναστολή που ανακοίνωσε ο κ. Ν. Αναστασιάδης ομόφωνα την ενέκρινε (άρα φέρουν συλλογική ευθύνη για το αποτέλεσμα της απόφασής τους) η ηγεσία όλων των Ελληνοκυπριακών κομμάτων στο «Εθνικό Συμβούλιο». Αυτή η απόφαση κατά την άποψη μου, συνιστά επαναφορά της φιλοσοφίας της πρόταξης που ακολούθησε ο Σπ. Κυπριανού. Η δήλωση του ότι, δεν πρόκειται να επανέλθει στις συνομιλίες κάτω από συνθήκες εκβιασμού, προμηνύουν επ’ αόριστον αναβολή των συνομιλιών, επειδή εκβιασμός είναι και η παρουσία του τουρκικού στρατού στην Κύπρο. Με άλλα λόγια συνομιλίες στο σύντομο μέλλον «γιόκ». Ο κ. Άϊντε που επέστρεψε από την έδρα του ΟΗΕ και είχε δηλώσει ότι είναι η ώρα των μεγάλων αποφάσεων, βρέθηκε στο κενό. Τώρα καταβάλλει προσπάθειες να επαναφέρει τους συνομιλητές στο ίδιο τραπέζι, ενώ ο κ. Αναστασιάδης δηλώνει ότι δεν πρόκειται να επανέλθει κάτω από εκβιασμούς.   
Η επιμέτρηση του οικονομικού κόστους στην Τουρκία είναι πρακτικά αδύνατη από την αναστολή των δικοινοτικών συνομιλιών. Αυτό που παραμένει είναι το πολιτικό κόστος. Όμως αν μιλήσουμε με τη γλώσσα της πραγματικότητας και της λογικής, η αναστολή των συνομιλιών  παρέχει στην Τουρκία ακόμα περισσότερο χρόνο να φέρει περισσότερα κεφάλαια για ανάπτυξη του βόρειου τμήματος της Κύπρου, που σημαίνει περισσότερη εξάρτηση της οικονομίας των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία, η οποία σταδιακά θα οδηγήσει στην ολική ενσωμάτωση τους στο τουρκικό κατεστημένο.
Η αναστολή των δικοινοτικών συνομιλιών δεν αποτελεί πολιτικό κόστος για την Τουρκία, αλλά πλήττει άμεσα τη συνολική κυπριακή κοινωνία. Η αναστολή των συνομιλιών δημιουργεί συνθήκες και προϋποθέσεις κυριαρχίας εθνικιστικών παρορμήσεων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, οι οποίες θα καλλιεργήσουν την πολιτική των δυο κρατών, πολιτική που θα βρει ανταπόκριση και στους Τουρκοκύπριους, αφού δεν θα έχουν άλλη επιλογή. Το πρόβλημα βέβαια, δεν είναι μόνο η αναστολή, αλλά και η επανεκκίνηση των δικοινοτικών συνομιλιών, ο χρόνος και οι προϋποθέσεις. Αν για ένα κοινό ανακοινωθέν χρειάστηκε να σπαταληθεί ένα εξάμηνο, είναι άγνωστο πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να καταρτισθεί η νέα ατζέντα των συνομιλιών και κάτω από ποιους όρους και προϋποθέσεις. Δεν διαφεύγουν της προσοχής, οι δηλώσεις του ΥΠΕΞ κ. Ι. Κασουλίδη στην εφημ. ΠΟΛΙΤΗ ημ. 26/10/2014, ότι: «Όταν φύγει το Μπαρμπαρός  και φύγουν όλοι και μας αφήσουν ήσυχους, θα πρέπει να εξετάσουμε την κατάσταση. Αυτό θα γίνει τότε. Δεν μπορούμε από τώρα να πούμε τι θα γίνει όταν φύγει το Μπαρμπαρός». Σύμφωνα λοιπόν, με τον κ. Κασουλίδη υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που θα εξεταστούν όταν θα φύγει το Μπαρμπαρός για να ξεκινήσουν οι συνομιλίες. Ποιες είναι αυτές οι παράμετροι παραμένουν ως γρίφος. «Όταν φύγουν όλοι», αλλά ποιοι όλοι;
Β) Η διχοτόμηση και το κλείσιμο των οδοφραγμάτων.
Τα οδοφράγματα τα άνοιξε ο Ραούφ Ντεκτάς ύστερα από τις μεγαλειώδεις εκδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων, αλλά ο ηγέτης των Ελληνοκυπρίων Ν. Αναστασιάδης αποφεύγει να απαντήσει ξεκάθαρα αν θα τα κλείσει ως μέτρο πίεσης προς την Τουρκία. Πνευματικός πατέρας της πρότασης είναι ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ κ. Ν. Παπαδόπουλος, που απορρίπτει κάθε συμβιβασμό, ο οποίος δεν θα εγκαθιδρύει και εδραιώνει την ελληνοκυπριακή επικυριαρχία στη νήσο. Είναι η πρόταση που ο κ. Ν. Παπαδόπουλος συνεχώς επαναφέρει στο προσκήνιο. Ποιους αφορά αυτό το μέτρο; Την Τουρκία ή τους Τουρκοκύπριους; Είναι αρκετό να λεχθεί ότι, στους πολίτες της Τουρκίας που έρχονται μέσον του από το αεροδρομίου της  Τύμπου απαγορεύεται να περάσουν στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία. Άρα, το συγκεκριμένο μέτρο αφορά μόνο τους Τουρκοκύπριους, τους οποίους η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρεί πολίτες της (είναι κάτοχοι ταυτοτήτων και διαβατηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας) και θα τιμωρήσει αυτούς αντί τους πολίτες της Τουρκίας. Παράλληλα, με το κλείσιμο των οδοφραγμάτων θα σταματήσει κάθε εμπορική συναλλαγή ανάμεσα στις δυο κοινότητες, με άλλα λόγια, διχοτόμηση. Με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου θα πείσουν τη διεθνή, την ευρωπαϊκή αλλά και την κυπριακή κοινωνία ότι οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί ηγέτες έχουν προκρίνει τη διχοτόμηση ως τη δεύτερη καλύτερη και συμφέρουσα λύση. Αυτή δηλαδή που προτείνει και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Νταβούτογλου ως υπαλλακτική για την Τουρκία επιλογή.
Η διχοτόμηση όμως, δεν θα έχει εφαρμογή μόνο επί του εδάφους, αλλά και στην ΑΟΖ, στον εναέριο χώρο και σε πολλούς άλλους τομείς και θα είναι μια οδυνηρή και ατελείωτη διαδικασία για την Ελληνοκυπριακή και για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ο διαχωρισμός δεν θα γίνει τόσο εύκολα όπως κάποιοι νομίζουν ή ότι με το «εμείς ποδά τζιαι τζιείνοι ποτζιεί» και όλα μέλι γάλα. Οι γραμμές που θα τραβηχτούν στο χάρτη δεν θα είναι εύκολο να υλοποιηθούν στην πράξη. Θα δημιουργούνται εντάσεις, αντιπαραθέσεις και πρακτικά θα είναι αδύνατη η εφαρμογή τους ή η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, όταν η μια από τις δυο πλευρές δεν δώσει τη συγκατάθεση της. Αυτά τα προβλήματα που θα ταλανίζουν και θα κάνουν αφόρητη την καθημερινή ζωή των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κανένας πολιτικός δεν τα υποδεικνύει και αφήνεται να πιστεύουν ότι με τη διχοτόμηση θα αποκατασταθεί η ομαλότητα και θα ζουν ειρηνικά η κάθε πλευρά στο δικό της χώρο, εκμεταλλευόμενοι το φυσικό τον πλούτο που τους χάρισε η φύση. Δυστυχώς δεν θα γίνει με αυτόν τον απλοϊκό τρόπο. Ούτε και τα σύνορα επί τους εδάφους θα είναι δεδομένα ούτε και ποια τεμάχια της ΑΟΖ τελικά θα αποδοθούν στην κυριαρχία της μιας ή της άλλης κοινότητας.  Αυτά που γράφονται εδώ είναι μια πραγματικότητα, δεν γράφονται για εκφοβισμό. Μόνο η Τουρκία θα έχει τα κέρδη από τη διχοτόμηση επειδή θα είναι ο πραγματικός και μοναδικός διαχειριστής του χώρου, «εκφραστής» και «προστάτης» της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και ο καθημερινός μπαμπούλας της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, επειδή στην επίλυση των διαφορών θα έχει απέναντι της ένα κράτος με τεράστια στρατιωτική και οικονομική δύναμη. Η γεωγραφία δυστυχώς δεν βοηθά, έστω κι’ αν ανυψώνεται η Κύπρος κατά μερικές δεκάδες χιλιοστά, σύμφωνα με τους γεωφυσικούς, αλλά να αλλάξει γεωγραφικό χώρο η Τουρκία ή η Κύπρος είναι αδύνατο. Η πολιτική όμως μπορεί να αλλάξει και να επιλυθεί το πρόβλημα χωρίς γεωγραφικές αναπροσαρμογές που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Γι’ αυτή την πολιτική θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Γ) Η διακοπή των ενταξιακών συνομιλιών Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας.
Είναι ένα από τα μέτρα που θα προτείνει ίσως η Κυβέρνηση Ν. Αναστασιάδη. Αυτό το μέτρο είναι πολύ σοβαρό, επειδή είναι δυνατόν να φέρει την αντίδραση άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, τα οποία έχουν ισχυρά συμφέροντα με την Τουρκία και η διακοπή των συνομιλιών να τα επηρεάσει δυσμενώς σε μεγάλο βαθμό. Τέτοια πολιτική ενέργεια δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε απομόνωση την Κυπριακή Δημοκρατία από το σύνολο των μελών της ΕΕ, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη χώρα μας. Τελικά μπορεί να αποξενωθούμε εμείς οι Ελληνοκύπριοι και η ΕΕ να συνεχίσει το διάλογο χωρίς τη συγκατάθεση μας, αν η πλειοψηφία των κρατών-μελών υποστηρίζει διαφορετικά. Το ψήφισμα που ενέκρινε το Συμβούλιο Αρχηγών των κρατών μελών της ΕΕ δεν είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει επιπτώσεις στην Τουρκία, πέραν από διακηρυκτική του σημασία. Δεν υποτιμώ τη σημασία του, αλλά σε τελική ανάλυση οι χώρες που με τόσο θέρμη την υποστήριξαν δεν θα κουνήσουν ούτε το μικρό τους δακτυλάκι, όταν το θέμα φθάσει στο «δια ταύτα».
Ας το εξετάσουμε όμως και από μια άλλη σκοπιά: συμφέρει στην Κύπρο η Τουρκία να είναι μακριά από την ΕΕ ή να είναι δίπλα της και σε κάποιο στάδιο και μέλος της; (Μέλος της δεν προβλέπεται στο σύντομο μέλλον). Πόσο συμφέρον είναι στο κυπριακό κράτος να απομακρυνθεί η Τουρκία από την ΕΕ και να μην έχει καμιά σχέση; Θα μπορεί τότε η ΕΕ να επηρεάσει την Τουρκία και τους ηγέτες της ώστε να κάνει βήματα για ρύθμιση του κυπριακού; Είναι βασικά ερωτήματα που η Ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία θα πρέπει να δώσει καθαρές απαντήσεις ύστερα από ένα σοβαρό προβληματισμό και όχι στηριγμένη στον «πατριωτικό» συναισθηματισμό και «εθνικό εγωισμό». Η διατύπωση της απάντησης θα πρέπει να στηριχθεί σε μια πραγματικότητα: όσο η Τουρκία απομακρύνεται από την ΕΕ, όσο ο διάλογος καθυστερεί ενισχύονται οι δυνάμεις εκείνες που θέλουν να προσανατολίσουν την Τουρκία σε άλλες πιο συντηρητικές κατευθύνσεις και κυρίως προς τις μουσουλμανικές χώρες, τόσο θα απομακρύνεται η ρύθμιση του κυπριακού προβλήματος. Η διακοπή ή η αναστολή των συνομιλιών ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία, οπωσδήποτε είναι βλαπτική στην υπόθεση της Κύπρου.
Δ) Έγινε εισβολή της Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ;
Ας ξεκινήσουμε από την νομική ανάλυση της ΑΟΖ με βάση τους διεθνείς κανόνες Δικαίου. Με βάση του Διεθνές Δίκαιο και ειδικά η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, οι θαλάσσιες περιοχές πέραν από την αιγιαλίτιδα ζώνη του παράκτιου κράτους, θεωρούνται διεθνή ύδατα και δεν αποτελούν έδαφος του συγκεκριμένου κράτους. Με άλλα λόγια, το παραθαλάσσιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή. Γι’ αυτό και άλλα κράτη που δεν είναι καν παράκτια κράτη της συγκεκριμένης θαλάσσιας περιοχής, έχουν το δικαίωμα να εκδίδουν νότα,  δεσμεύοντας συγκεκριμένες περιοχές για στρατιωτικά γυμνάσια. Όπως για παράδειγμα έκανε πριν μερικές βδομάδες η Ρωσία. Όμως, το παράκτιο κράτος, σύμφωνα με του κανόνες τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών που δυνατόν να βρίσκονται στο θαλάσσιο υπέδαφος αυτών των περιοχών. Το άρθρο 56 της Διεθνούς σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει τα νομικά δικαιώματα των παράκτιων κρατών αναφορικά με την ΑΟΖ. Η ΑΟΖ του παράκτιου κράτους, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας μπορεί να εκτείνεται σε βάθος όχι πέραν των 200 μιλίων ή να χωρίζεται με μέση γραμμή αν αυτό συνορεύει με ένα άλλο κράτος/κράτη. Επειδή οι περιοχές χωρίζονται με παράλληλες και μεσημβρινές γραμμές, τις περισσότερες φορές εμφανίζονται προβλήματα στο διαχωρισμό και στην αναγνώριση αυτών των γραμμών από τα παραθαλάσσια κράτη. Αν τα κράτη δεν συμφωνούν μεταξύ τους, μπορούν από κοινού να απευθυνθούν στο Διεθνές Δικαστήριο που εγκαθίδρυσε η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το οποίο εδρεύει στη Φρανκφούρτη της Ο.Δ. Γερμανίας, έτσι που να υπάρξει οριστική διευθέτηση του.
Οι Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες μεγαλοποίησαν το γεγονός –συνήθως αυτό κάνουν- και αποκάλεσαν την είσοδο του Μπαρμπαρός εισβολή (δεύτερη εισβολή συγκρίνοντας την με εκείνη του 1974) και όχι παραβίαση των διεθνών κανόνων που διέπουν το Δίκαιο της Θάλασσας για την εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου. Εισβολή όμως, με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου έχει εντελώς διαφορετική ερμηνεία από αυτήν που απέδωσαν τα κυπριακά ΜΜΕ, διαμορφώνοντας  συγκεκριμένη αντίληψη στην Ελληνοκυπριακή κοινωνία. Εισβολή σημαίνει στρατιωτική επέμβαση και παραβίαση της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους. Είναι γεγονός ότι η Τουρκία παραβιάζει την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, διεξάγοντας έρευνες για υδρογονάνθρακες που βρίσκεται στην υποθαλάσσια περιοχή που ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτές οι ενέργειες της Τουρκίας όμως, δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται ως εισβολή, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί κυριαρχία σ’ αυτές τις περιοχές, ούτε και θεωρείται έδαφος της, όπως είναι για παράδειγμα η αιγιαλίτιδα ζώνη.
Η Τουρκία, παρουσιάζεται ως διεκδικητής της περιοχής, όχι για τον εαυτό της, αλλά για την εξυπηρέτηση και κατοχύρωση των συμφερόντων της ΤΔΒΚ, με την οποία ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί, ύστερα από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας μεταξύ τους για σεισμολογικές έρευνες στην ΑΟΖ. Η ανακοίνωση που εξέδωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας στις 30 Οκτωβρίου αναφέρεται σε δυο θέματα: πρώτο, την υποστήριξη των συμφερόντων της και εδώ θα αναφέρεται πιθανόν, στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα, και δεύτερο, στην υποστήριξη των συμφερόντων της ΤΔΒΚ και το δικαίωμα της να έχει μερίδιο από την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον οι Τουρκοκύπριοι είναι δικαιούχοι ως συνέταιροι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Από τη μια λοιπόν, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος, από την άλλη όμως, διεκδικεί δικαιώματα εξ ονόματος της ΤΔΒΚ, ενός κράτους που διεθνώς δεν αναγνωρίζεται, αλλά μόνο η ίδια το αναγνωρίζει. Αν η Τουρκία και οι ηγέτες της θέλουν πραγματικά οι Τουρκοκύπριοι να απολαμβάνουν μέρος από τον πλούτο που χάρισε η φύση στου Κυπρίους, θα πρέπει να βοηθήσουν με συγκεκριμένες ενέργειες στην επίλυση του προβλήματος και στην εγκαθίδρυση Ομοσπονδιακού κράτους, όπως διακηρύσσουν, ότι υποστηρίζουν. Ταυτόχρονα πρέπει να ειπωθεί και τούτο: ενώ θέλουν να έχουν μερίδιο από την ΑΟΖ στη νότια θαλάσσια περιοχή της Κύπρου από την άλλη δεν επιτρέπουν στους Ελληνοκύπριους να έχουν λόγω ή να απαιτήσουν και αυτοί τμήμα της ΑΟΖ στις βόρειες και ανατολικές θαλάσσιες περιοχές της Κύπρου. Από την άλλη, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο της Φρανκφούρτης, επειδή η ΤΔΒΚ δεν είναι αναγνωρισμένο κράτος αλλά το έδαφος της θεωρείται έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία δεν ελέγχει εξαιτίας ειδικών καταστάσεων, που προσπαθεί να επιλύσει με την εγκαθίδρυση Ομοσπονδιακής μορφής κράτους. Υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα: η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ανήκει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Μπορεί να τη διαχειρίζεται εξαιτίας των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί από το 1963, αλλά δεν είναι «ιδιοκτησία της». Γι’ αυτό και όλα τα κράτη μιλούν για το δικαίωμα μεν της Κυπριακής Δημοκρατίας να αντλεί τους υδρογονάνθρακες από την ΑΟΖ της, αλλά δεν ξεχνούν το παρόν στάτους γι’ αυτό και μιλούν για «δίκαιο διαμοιρασμό» των εσόδων από αυτό τον πλούτο.     
Ε) Ο άξονας Κύπρου – Ελλάδας - Αιγύπτου.
Η όλη ιδέα και πρωτοβουλία της δημιουργίας του άξονα ανάμεσα στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Αίγυπτο ανήκει στην Κυβέρνηση της Κύπρου. Η Κυβέρνηση Αναστασιάδη προσπάθησε κατ’ αρχάς να πείσει την κυβέρνηση Σαμαρά να υπογράψουν συμφωνία ανάμεσα στις δυο χώρες για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής τους Ζώνης. Η άρνηση της Ελλάδας να προχωρήσει σ’ αυτό το βήμα, είναι η αμφισβήτηση από την Τουρκία ότι αυτή η περιοχή μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστική ζώνη της Ελλάδας και της Κύπρου. Με βάση τις διεθνείς συμφωνίες με τη διατύπωση της  αμφισβήτησης, η Τουρκία καθίσταται μέρος του διαλόγου που θα πρέπει να αναπτυχθεί για να επέλθει η συμφωνία, εφόσον θεωρείται παράκτιο κράτος της συγκεκριμένης περιοχής. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα συναινέσει στις απόψεις και θέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου ούτε είναι βέβαιο ότι η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, αν τελικά αποφασίσουν να απευθυνθούν σ’ αυτό τα ενδιαφερόμενα κράτη, θα αποδώσει στην Ελλάδα και στην Κύπρο το σύνολο της θαλάσσιας περιοχής ως αποκλειστικής οικονομικής τους ζώνης, παραγνωρίζοντας εντελώς τα συμφέροντα της Τουρκίας.
Η συνάντηση της Λευκωσίας που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη ανάμεσα στους υπουργούς των εξωτερικών των τριών χωρών, ύστερα από πρωτοβουλία του Κύπριου ΥΠΕΞ, αφορούσε την ανάπτυξη των σχέσεων των τριών χωρών σε θέματα ενέργειας και όχι το πρόβλημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ των τριών κρατών, εφόσον στο ανακοινωθέν δεν αναφέρεται ούτε λέξη για  οριοθέτηση της ΑΟΖ των τριών χωρών. Η Τουρκία δεν μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο της Φρανκφούρτης, εφόσον η ίδια δεν το αναγνωρίζει και δεν έχει κάνει αίτηση για να καταστεί μέλος της συγκεκριμένης διεθνούς σύμβασης. Αυτό δεν μπορεί ούτε το Παλαιστινιακό κράτος να κάνει επειδή δεν είναι διεθνώς ανεγνωρισμένο κράτος και δεν μπορεί να υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι ένα πρόβλημα που θα εμφανιστεί αργότερα, όταν ως διεθνώς ανεγνωρισμένο Παλαιστινιακό κράτος θα διεκδικήσει τη δική του ΑΟΖ. Τότε θα εμπλακούν τρία κράτη σ’ αυτή την υπόθεση: το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η Κύπρος για επανακαθορισμό της ΑΟΖ της κάθε χώρας.  
Διέξοδος με επίθεση ειρήνης. Οι προτάσεις.
Ο ΥΠΕΞ κ. Ι. Κασουλίδης στη συνέντευξη που αναφέρεται πιο πάνω, δήλωσε ότι δυστυχώς η Κύπρος δεν αγόρασε τις φρεγάδες από το Ισραήλ, ενώ ξεκαθαρίζει ότι ο ίδιος ως ΥΠΕΞ υποστήριξε στη συνεδρία του υπουργικού συμβουλίου την άποψη για την αγορά τους. Ο κ. Ι. Κασουλίδης στις δηλώσεις τους υπογραμμίζει και ταυτόχρονα διερωτάται: «Γιατί δεν έχουμε στη διάθεση μας πλοία του κυπριακού πολεμικού ναυτικού, με σκοπό τις «μανούβρες» ασφαλώς όχι τη «ναυμαχία». Δεν ζήτησε η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη την αγορά δυο σκαφών από το Ισραήλ; Δεν εμποδίστηκε από εμάς η αγορά»; Ευτυχώς όμως, που η Κύπρος δεν αγόρασε τις φρεγάδες, επειδή η έξοδος τους από τη στρατιωτική βάση του Μαρί θα ισοδυναμούσε με «λάδι στη φωτιά» και θα μπορούσε οιαδήποτε στιγμή να γίνει ανάφλεξη αν η Τουρκία θεωρούσε ότι απειλείται η ασφάλεια του Μπαρμπαρός και των συνοδευτικών της πλοίων. Το γεγονός ότι ο κ. Ι. Κασουλίδης σκέφτεται αυτή την περίπτωση και τη δηλώνει δημόσια, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτή η θέση μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικός ακροβατισμός, το μέγεθος και οι επιπτώσεις του οποίου είναι αδύνατο να προβλεφθούν και περισσότερο να τη διαχειριστούν οι σημερινοί κυβερνώντες. Οι «μανούβρες» στις οποίες αναφέρεται ο κ. Κασουλίδης είναι πολύ εύκολο να αναπτυχθούν σε ναυμαχία χωρίς εισαγωγικά, λες και οι έναρξη ναυμαχιών εξαρτούνται από το τι θέλει ή δεν θέλει η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων.  
Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Κύπρος είναι η δημιουργία ομαλών συνθηκών για ρύθμιση του προβλήματος και όχι εντάσεις με «μανούβρες» και «ναυμαχίες». Η Ελληνοκυπριακή ηγεσία θα πρέπει να απαντήσει στις ενέργειες της Τουρκίας με επίθεση ειρήνης, η οποία να περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις για αποκλιμάκωση της έντασης, επανέναρξη των δικοινοτικών συνομιλιών και προτάσεις προς τους Τουρκοκύπριους για τη μελλοντική διαχείριση του φυσικού πλούτου της Κύπρου ως ενιαίας χώρας.
Πιο κάτω περιγράφονται συγκεκριμένες προτάσεις:
Α) Ο Τάκης Κονής σε άρθρο του εισηγείται:
Ο πρόεδρος κ. Αναστασιάδης να παρακαθίσει σε σύσκεψη με τα τουρκοκυπριακά κόμματα και να συζητήσει μαζί τους την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Να εξετάσουν από κοινού για το πώς μπορούν να ξεπεραστούν  τα εμπόδια για επανέναρξη των συνομιλιών και πως μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα της ΑΟΖ. Αυτή είναι μια ευφυής πρόταση, που θεωρώ ότι θα βοηθήσει τα μέγιστα να ξεπεραστεί το πρόβλημα.
Τα σχόλια μου:
Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι είναι δυνατόν να ισχυριστούν ότι αυτή η πρόταση είναι ουτοπική και αντεθνική (συνήθως έτσι χαρακτηρίζονται στην Κύπρο οι προτάσεις που δυνατόν να δώσουν διεξόδους σε κρίσεις) και στην πράξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Κανείς, δεν μπορεί να ισχυριστεί a priori, ότι τα Τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα θα απορρίψουν αυτή την πρόσκληση. Είναι πιθανόν και σχεδόν σίγουρο, ότι κάποια κόμματα δεν θα πάρουν μέρος, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Αυτή η ενέργεια του Προέδρου θα δώσει την ευκαιρία να αποδείξει ότι και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει λόγο για το θέμα των υδρογονανθράκων, αφαιρώντας από την Τουρκία το δικαίωμα να μιλά και να ενεργεί εκ μέρους της. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο ο κ. Ν. Αναστασιάδης να αφαιρέσει από το λεξιλόγιο του το «Έλληνες και Ελληνίδες», να μάθει δηλαδή, ότι πρέπει να απευθύνεται σ’ όλο το λαό και όχι μόνο σε μια εθνοτική του ομάδα.
Μέχρι σήμερα κανένας Κύπριος ηγέτης είτε Ελληνοκύπριος είτε Τουρκοκύπριος δεν έχει απευθυνθεί στα πολιτικά κόμματα της άλλης κοινότητας, να έχει συνάντηση μαζί τους, να συζητήσει μαζί τους και να τους καταστήσει κοινωνούς των απόψεων του. Ζούμε στην ίδια χώρα, προσπαθούν ισχυρίζονται οι ηγέτες των κοινοτήτων να βρουν λύση στο πρόβλημα, αλλά να συζητήσουν με τα κόμματα της άλλης κοινότητας στέκονται σε ζητήματα «αναγνώρισης» και «αποαναγνώρισης» αντί να δουν κατάφατσα την ουσία και να προχωρήσουν σε βήματα που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε κατανόηση και ρύθμιση του προβλήματος. Αυτοί οι ηγέτες είναι πιθανόν να είναι οι αυριανοί ηγέτες του Ομόσπονδου κράτους και δυστυχώς δεν έχουν μάθει να συνομιλούν με την κοινωνία των πολιτών στο σύνολο της. 
Β) Η δικές μου προτάσεις:
1. Το ζήτημα των υδρογονανθράκων θα πρέπει να τοποθετηθεί στο τραπέζι των συνομιλιών και να συζητηθούν τρόποι συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων στη διαχείριση του όλου θέματος. Αυτή την άποψη διατύπωσε και σε άρθρο του ο επιμελητής της κυριακάτικης έκδοσης του ΠΟΛΙΤΗ κ. Δ. Διονυσίου. Υποστηρίζεται ότι είναι ένας ουσιαστικός παράγοντας που μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος, και όμως, η Ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν αποδέχεται τη συζήτηση του στις δικοινοτικές συνομιλίες. Εδώ υπάρχει μια εξόφθαλμη αντίθεση που πρέπει να επιλυθεί, διαφορετικά θα ταλανίζει τους συνομιλητές και θα τους σπρώχνει σε συνεχή αδιέξοδα, ασυμφωνίες και τελικά αποτυχία των συνομιλιών.
2. Η δημιουργία Δικοινοτικής Επιτροπής στην αρμοδιότητα της οποίας θα πρέπει να βρίσκεται όλη η ΑΟΖ της Κύπρου και όχι μόνο αυτή που βρίσκεται νότια της νήσου. Τέτοια πρόταση θα φέρει σε δύσκολη θέση τον κ. Έρογλου, αλλά και άλλους που δεν βλέπουν με καλό μάτι τις ενέργειες της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας και θα τη χαιρετήσουν οι δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων που αγωνιούν για το μέλλον της χώρας τους. Επίσης, θα φέρει σε δύσκολη θέση και την Τουρκία από την οποία θα αφαιρεθεί ο λόγος και το «δικαίωμα» επέμβασης σ’ αυτό το χώρο, ως προστάτιδα των Τουρκοκυπριακών συμφερόντων, αφού θα συμμετέχουν και οι ίδιοι στη διαχείριση του όλου ζητήματος. Η θέση του κ. Αναστασιάδη που εξέφρασε σε ομιλία του στο χωριό Πάχνα στις 19/10/2014 ότι «κάποιοι μας λένε, και μιλώ για κάποιους και αναφέρομαι σε κάποιους τρίτους από ξένες χώρες, και μας συμβουλεύουν πως είναι δυνατόν μέσα διάφορες ενέργειες, ο φυσικός πλούτος να καθορίζεται από τώρα με τη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων. Θέλω να τους υποδείξω πως ποτέ μα ποτέ δεν θα γίνει κάτι ανάλογα δεκτό» δεν βοηθά στην επίλυση του προβλήματος. Η κάθετη απόρριψη από τον κ. Ν. Αναστασιάδη, της πρότασης που εισηγούνται σύμφωνα με τον ίδιο «ξένες χώρες», οδηγεί σε δογματισμό, σε απολυτότητα ιδιοκτησίας του υποθαλάσσιου φυσικού πλούτου στους Ελληνοκύπριους, που θέλουν να τον διαχειριστούν χωρίς τη συμβολή της άλλης κοινότητας, στην οποία θα αποδώσουν τα δικαιώματα της «μετά» τη λύση και όχι «πριν». Το «μετά» ίσως να είναι πολύ αργά για να κατοχυρωθούν τα συμφέροντα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, με τον τρόπο που ενεργεί το καθεστώς Ν. Αναστασιάδη, υπογράφοντας συμφωνίες με όλες τις χώρες που βρίσκονται στην περιοχή και δεν διατηρούν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Ως τότε όμως πολλά θα εδραιωθούν ως «κεκτημένα» και θα είναι αδύνατο να αναθεωρηθούν, αυτά ειδικά που αφορά τις τρίτες χώρες με τις οποίες η Κύπρος έχει ή θα υπογράψει συμφωνίες. Τα «ποτέ» στην πολιτική δεν μπορούν να έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στις 24 Ιουλίου του 1954 ο υφυπουργός των Αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας Χόπκινσον δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων -αναφερόμενος στο κυπριακό- ότι, «ορισμένα εδάφη της Κοινοπολιτείας δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν την πλήρη ανεξαρτησία τους». Σε πολύ λίγο χρόνο μετά από τη δήλωση του, η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, ασκώντας το αναφαίρετο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών.
3.  Υπάρχει και μια άλλη διέξοδος στο πρόβλημα: να δημιουργηθεί μια δικοινοτική επιτροπή με πρόεδρο στέλεχος του ΟΗΕ ή της ΕΕ η οποία θα διαθέτει ειδικό λογαριασμό και σ’ αυτόν θα κατατίθενται όλα τα ποσά που προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες. Τα ποσά του ταμείου τότε μόνον θα διαμοιραστούν στις δυο κοινότητες, όταν θα επιλυθεί οριστικά το πρόβλημα και εγκαθιδρυθεί το Ομοσπονδιακό κράτος. Έτσι κανένα από τα συμβαλλόμενα κράτη δεν θα είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από το άλλο και ταυτόχρονα θα αποτελέσει κίνητρο για τις δυο κοινότητες στο παρόν στάδιο να επιλύσουν το συντομότερο δυνατόν το πρόβλημα για να απολαύουν τον πλούτο που η φύση τους χάρισε.
Επίλογος   
Η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία στις δικοινοτικές συνομιλίες, θα πρέπει να είναι ευέλικτες, να προσπαθούν να καταθέτουν ευφάνταστες ιδέες, οι οποίες να βοηθούν στην επίλυση αδιεξόδων αντί να είναι εφεκτικές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες καθυστέρησης στη ρύθμιση του προβλήματος. Το νέο για να εμπνεύσει πρέπει να εμπνέεται, διαφορετικά δεν έχει μέλλον από γεννησιμιού του. Οι ηγέτες είναι οι πρώτοι πολίτες που θα πρέπει να εμπνέονται, αλλά και να εμπνεύσουν την κοινωνία. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε στη μια ούτε και στην άλλη κοινότητα.

Νοέμβρης 2014   
e-mail: djambazis@yahoo.co 
       

Δεν υπάρχουν σχόλια: