17 Οκτ 2014

Πως μπορεί να λυθεί η κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ;

Και τώρα ξανά σε αδιέξοδο. Αδιέξοδα γνωρίσαμε πολλά και για διάφορες αιτίες. Κάποια επιλύονταν ύστερα από διαβουλεύσεις και με μεσολάβηση του αντιπροσώπου του ΟΗΕ και κάποια όχι, τα οποία αφέθηκαν να επανεξεταστούν στο μέλλον. Το θέμα της ΑΟΖ της Κύπρου δεν εξετάστηκε ποτέ στις συνομιλίες και η ελληνοκυπριακή ηγεσία πάντα έλεγε ότι τα έσοδα από αυτό τον φυσικό πλούτο της χώρας μας θα διαμοιραζόταν μεταξύ των δυο κοινοτήτων μετά τη λύση, παρόλο που σε κάποια φάση, όταν βρισκόταν στην έδρα του ΟΗΕ, ο τέως πρόεδρος Δ. Χριστόφιας δήλωσε ότι αυτό μπορεί να γίνει και πριν από τη λύση. Σύντομα όμως το είχε αναιρέσει, όταν έφυγε από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ και βρέθηκε στην Κύπρο, ανάμεσα στους απορριπτικούς του συμμάχους. Στο μεταξύ όμως η ελληνοκυπριακή ηγεσία προχωρούσε σε διευθετήσεις με διεθνείς εταιρείες, και όχι λίγα εκατομμύρια εισέρευσαν στα ταμεία προς όφελος μόνο της Ελληνοκυπριακής κοινότητας που διαχειρίζεται την δικοινοτική Κυπριακή Δημοκρατία, με τον χαρακτηρισμό αυτών των ποσών ως «bonus» για την υπογραφή των συμβάσεων έρευνας και αργότερα εκμετάλλευσης. 

Το θέμα των υδρογονανθράκων ποτέ δεν συζητήθηκε στις δικοινοτικές συνομιλίες, η ελληνοκυπριακή ηγεσία απόφευγε να το θέσει στην ατζέντα, θεωρώντας ότι η διαχείριση τους αποτελεί αποκλειστικό και κυριαρχικό της δικαίωμα. Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία από την άλλη, το άφησε εξολοκλήρου στην αρμοδιότητα της Τουρκίας, ως κράτους που υπερασπίζεται τα δικαιώματα της και την ύπαρξη της. Η Τουρκία πρόβαλλε κατά καιρούς και με διάφορες ευκαιρίες, ότι δεν θα παραμείνει θεατής και ότι θα υποστηρίξει και θα εξασφαλίσει τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων αναφορικά με τον φυσικό πλούτο που υπάρχει στην κυπριακή ΑΟΖ.
Σήμερα, μετά την αποστολή του τουρκικού ερευνητού σκάφους Μπαρμπαρός και τις φρεγάδες που το συνοδεύουν, το θέμα των υδρογονανθράκων επανήλθε στην επικαιρότητα, δημιουργώντας  «μίνι» κρίση στο κυπριακό, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Γ.Γ του ΟΗΕ στην Κύπρο κ. Άιντε. Σ’ αυτή την κρίση προστέθηκε και η απόφαση του κ. Ν. Αναστασιάδη για αναστολή των δικοινοτικών συνομιλιών, μέχρι που οι τουρκικές τορπιλάκατοι και το ερευνητικό σκάφος αποχωρήσουν από την κυπριακή ΑΟΖ. Το κυπριακό λοιπόν, έχει περιπλεχθεί ακόμη περισσότερο, η νέα προσπάθεια που θα ξεκινούσε σύντομα με τον κ. Άιντε, ο οποίος υποστήριζε πως αυτή θα οδηγούσε σε λύση αναστέλλεται και είναι άγνωστο πότε θα ξεκινήσει και αν θα ξεκινήσει στο σύντομο μέλλον.

Προβάλλει το ερώτημα: Γιατί προχώρησε τώρα η Τουρκία σ’ αυτή την ενέργεια, όταν δίπλα της υπάρχει η φωτιά του πολέμου με τον ISISκαι είναι σε εξέλιξη ένας πόλεμος που είναι δυνατόν να λάβει άγνωστες διαστάσεις. Η Τουρκία βέβαια, βλέπει τη μεγάλη εικόνα που ξεκινά από τα σύνορά της, αλλά από την άλλη δεν επιθυμεί να καταστεί το εκτελεστικό όργανο που θα εξασφαλίσει μόνο τα συμφέροντα των αμερικανών και να παραγνωρίσει τα δικά της. Η συμμετοχή της με στρατεύματα σημαίνει θα πρέπει να προετοιμαστεί ότι θα λαμβάνει και φέρετρα, ενώ οι σύμμαχοί της θα περιοριστούν στους βομβαρδισμούς, οι οποίοι είναι χωρίς απώλειες γι’ αυτούς. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο να εισέλθει αλλά και πως θα εξέλθει από αυτό τον πόλεμο και πόσο τραυματισμένες θα είναι οι σχέσεις της με τον μουσουλμανικό κόσμο. Το κυπριακό, παρόλο που δεν είναι στον κατάλογο των απαιτήσεων της, έστειλε τις φρεγάδες της και το ερευνητικό της σκάφος για να δημιουργήσει τρία δεδομένα: α) την επιβεβαίωση ότι είναι η στρατιωτική δύναμη της περιοχής, β) να εξαναγκάσει τους αμερικανούς αλλά και τις άλλες συμμαχικές της δυνάμεις να θέσουν στην ατζέντα των συζητήσεων αυτές το θέμα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της κυπριακής ΑΟΖ, και, γ) να υποδείξει ότι οι συμφωνίες της Κυβέρνησης Αναστασιάδη δεν είναι έγκυρες και είναι δυνατόν να ανατραπούν. Φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι αυτό το έχει πετύχει. Αν εξετάσουμε και αναλύσουμε σε βάθος τις ανακοινώσεις των σημερινών παικτών που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο, ΗΠΑ, Βρετανίας και Ρωσίας, οι ανακοινώσεις τους είναι πλήρεις αμφισημιών, τονίζοντας την ανάγκη μιας «δίκαιης κατανομής» (ΗΠΑ) του φυσικού πλούτου και σε σύντομη επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Από την πλευρά της η Ρωσία μίλησε για αποφυγή μέτρων που θα οξύνουν την κατάσταση στην αποκλειστική οικονομική ζώνη, χωρίς να διευκρινίζουν ποιοι είναι αυτοί που οξύνουν την κατάσταση, αφήνοντας να νοηθεί ότι και οι Ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να αποφεύγει στη λήψη μέτρων σ’ αυτή την περιοχή. Η Τουρκία κάλεσε την Ιταλία να πείσει την ιταλική ΕΜΙ να πάρει το γεωτρύπανο της και να φύγει από την κυπριακή ΑΟΖ.

Το κυπριακό αποκαλούμενο «Εθνικό Συμβούλιο» που το αποτελούν ο Πρόεδρος, οι πρώην πρόεδροι και οι αρχηγοί των ελληνοκυπριακών κομμάτων με ομόφωνη απόφαση τους συμφώνησαν στην αναστολή των συνομιλιών και σε μια σειρά άλλα μέτρα, όπως και το κλείσιμο των οδοφραγμάτων. Πέραν τούτου αναζητούν συμμάχους στην Αίγυπτο και Ισραήλ για να κατοχυρώσουν την ασφάλεια της κυπριακής ΑΟΖ και των έργων που γίνονται σ’ αυτήν. Ο κ. Ν. Αναστασιάδης έχει «φαγωθεί» να καταφέρει να δει έστω και για λίγα λεπτά τον Ρώσο ομόλογο του, όταν θα βρίσκονται την ίδια περίοδο στη Ρώμη. Με άλλα λόγια, η κυπριακή κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα, αντί να εξετάσουν τρόπους αποκλιμάκωσης της κρίσης, την οξύνουν με τις διάφορες ενέργειες τους. Ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ  Ν. Παπαδόπουλος υποστήριξε ότι παράλληλα με άλλα μέτρα που θα πρέπει να έχουν κόστος στην Τουρκία, είναι η ώρα να κλείσουν και τα οδοφράγματα. Ο Γ. Λιλλήκας, ο Γ. Ομήρου του σοσιαλιστικού κόμματος ΕΔΕΚ, ο Γ. Περδίκης των Οικολόγνων, οι οποίοι θεωρούνται οι ηγήτορες που απορρίπτουν κάθε ιδέα για επίλυση του κυπριακού και εγκαθίδρυση Ομοσπονδιακής μορφής κράτους θέτουν γενικότερα θέματα που οδηγούν στην μη επανάληψη των συνομιλιών ή/και αλλαγής της βάσης που διεξάγονται, χωρίς βέβαια να εισηγούνται τι θα πρέπει να ακολουθήσει μετά την εφαρμογή των εισηγήσεων τους.

Ο εθνικισμός στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα κτυπάει κόκκινο, στην κοινωνία δημιουργείται η αποδοχή της διχοτόμησης, ως του πιο αποτελεσματικού μέτρου για διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δυστυχώς κάθε ορθός λόγος πνίγεται από τους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονται ενάντια σε κάθε εισήγηση για εξομάλυνση της κατάστασης και ότι θα πρέπει η κρίση πρέπει να ιδωθεί με άλλο φακό και όχι με εκείνο των προκλήσεων και αντεγκλήσεων. Η καλύτερη απάντηση στις ενέργειες της Τουρκίας θα ήταν η επίθεση ειρήνης και η ενεργοποίηση όλων των εσωτερικών δυνάμεων, διεθνών προσωπικοτήτων, κρατικών παραγόντων άλλων χωρών και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ για να βοηθήσουν στην άμεση ρύθμιση του κυπριακού προβλήματος. Ταυτόχρονα να κατατεθούν συγκεκριμένες εισηγήσεις προς συζήτηση στο τραπέζι των δικοινοτικών συνομιλιών από μέρους της κυβέρνησης Αναστασιάδη, για να επιλυθεί κατά θετικό τρόπο το πρόβλημα της διαχείρισης των υδρογονανθράκων από τις δυο κοινότητες.

Για το συγκεκριμένο θέμα είχα δημοσιεύσει στον ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό τύπο τον Οκτώβριο του 2011, άρθρο με εισηγήσεις, υποστηρίζοντας ότι, το ζήτημα των υδρογονανθράκων θα πρέπει να διευθετηθεί ΠΡΙΝ από τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Υποστήριξα και υποστηρίζω την άποψη ότι θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί Δικοινοτική Επιτροπή Υδρογονανθράκων, η οποία να διαχειρίζεται το όλο θέμα μέχρι την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, την εκμετάλλευση τους και τα έσοδα από αυτή την εκμετάλλευση, αν τα αποθέματα είναι τέτοια που οι διεθνείς εταιρείες αποφάσιζαν να επενδύσουν τα αναγκαία ποσά. Επιμένω στις εισηγήσεις μου και πιστεύω ότι είναι ορθές για τους πιο κάτω λόγους: α) θα αφαιρέσουμε το δικαίωμα και τη ρητορική από την Τουρκία να παρουσιάζεται ως ο προστάτης και υπερασπιστής των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, αφού αυτοί θα συμμετέχουν και θα γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι ακριβώς γίνεται με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και δεν θα έχουν την ανάγκη υποστήριξης τους από την Τουρκία. Εξάλλου, η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε ως δικοινοτικό κράτος και έλλογα ο φυσικός πλούτος της Κύπρου ανήκει  σε όλους στους πολίτες αυτής της χώρας και όχι μόνο στους Ελληνοκύπριους, β)  Αυτή η Επιτροπή θα πρέπει να έχει υπό την ευθύνη της όλη την ΑΟΖ της Κύπρου και του Νότου και του Βορρά. Αν τεθεί ότι μόνο το νότιο τμήμα θα ελέγχει αυτή η Επιτροπή και ότι το βόρειο θα παραμείνει στην ευθύνη της Τ/κ ηγεσίας και δεν θα αφορά τους Ελληνοκύπριους, τότε η τ/κ ηγεσία θα φέρει την ευθύνη της αποξένωσης τους από τη διαχείριση τους, και, γ) η εγκαθίδρυση τέτοιας Επιτροπής θα βοηθήσει τους Κυπρίους να εκπαιδευτούν στην κοινή διαχείριση του Ομοσπονδιακού κράτους.

Η αναστολή των συνομιλιών, όπως η λήψη και άλλων μέτρων εναντίον της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων δεν ωφελούν την κυπριακή κοινωνία, αυξάνουν τους κινδύνους γενικότερης ανάφλεξης και τις εθνικιστικές παρορμήσεις. Ο διεθνής παράγοντας σήμερα ασχολείται με άλλα πιο εκρηκτικά προβλήματα που απειλούν την ειρήνη στη γειτονιά μας. αυτή είναι η μεγάλη εικόνα που σήμερα εναλλάσσεται ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων και των συμφερόντων που θα κατοχυρωθούν σ’ αυτή την περιοχή. Το μόνο που θα ακούμε ως Κύπριοι από τους εταίρους μας αλλά και τους «στρατηγικούς μας συμμάχους» είναι να καθίσουμε στο τραπέζι των συνομιλιών και να τα βρούμε μεταξύ μας, σ’ ένα «ακριβοδίκαιο διαμοιρασμό» τόσο του φυσικού πλούτου, όσο και της εξουσίας, επειδή υπάρχουν ισχυρότεροι «στρατηγικοί εταίροι» απ’ ότι η Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό θα γίνει βεβαίως αργά ή γρήγορα, ανεξάρτητα ότι η ελληνοκυπριακή ηγεσία ανέστειλε τις διαπραγματεύσεις και προβάλλει τις δικές της απαιτήσεις. Δυστυχώς, η επανέναρξη τους δεν θα γίνει, κι’ αυτό είναι το πιο πιθανόν, κάτω από τις ίδιες συνθήκες που ίσχυαν πριν από την αναστολή τους. Θα έλεγα ότι για την Ελληνοκυπριακή κοινότητα θα είναι πιο αρνητικές και πιο δύσκολες.


Λευκωσία 13 Οκτωβρίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: