Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Μια ιέρεια στα αζήτητα»
Αφού ηρέμησαν τα πράγματα και μπήκε η ζωή στην καθημερινή της ρουτίνα, η Τζεμαλιγέ κατάφερε να μπει ιέρεια στην υπηρεσία του βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα,
διοικώντας το ναό που ο ίδιος αφιέρωσε στη Θεά και που στο κέντρο του στεκόταν ένα ολόσωμο άγαλμα της Κύπριδας Αφροδίτης. Όταν ο Πνυταγόρας έκλεισε αισίως τα ογδόντα του χρόνια κάλεσε τον εγγονό του και του είπε:
-Πριν λίγες μέρες έχω συμπληρώσει τα ογδόντα μου χρόνια. Δεν τα γιόρτασα γιατί δεν θέλω οι υπήκοοι μου να μου λένε ότι μεγάλωσα. Εξάλλου η σοφία έρχεται με τα χρόνια. Τώρα έχω γίνει σοφός και έμαθα πως να κυβερνώ, οι υπήκοοι μου έχουν εξοικειωθεί με τον τρόπο που διαχειρίζομαι την εξουσία, έχουν διδαχθεί πως να αποφεύγουν να διαπράττουν παράνομες πράξεις. Είσαι το αξιολάτρευτο μου εγγόνι, σε θέλω δίπλα μου για να εκπαιδευθείς πως να κυβερνάς. Έχεις ήδη κλείσει τα σαράντα, πρέπει να αρχίσεις να εκπαιδεύεσαι. Σε μια δεκαετία θα είσαι έτοιμος να αναλάβεις τα ηνία της εξουσίας, γιατί εγώ θα είμαι πια γέρος.
Ο Νικοκρέοντας κάτι πήγε να πει, αλλά ο Πνυταγόρας τον αποπήρε.
- Μη μου πεις για τον πατέρα σου. Αυτός ήδη είναι γέρος. Δεν θα έχει την ευκαιρία να κυβερνήσει. Αυτή η γενιά σκεφτόταν μόνο πως να γλεντήσει. Έτσι έχασαν την ευκαιρία. Δες τον πως κατάντησε. Ένας αλκοολικός, που αποδίδει σε μένα τις ευθύνες γιατί δεν έφυγα λεει έγκαιρα από βασιλιάς. Αλλά δεν του είχα εμπιστοσύνη, εξάλλου νοιώθω δυνατός για να κυβερνήσω ακόμα μερικά χρόνια. Εσένα Νικοκρέοντα που έχεις τον ίδιο χαρακτήρα μαζί μου, που δεν είσαι παρορμητικός και ονειροπόλος όπως τον πατέρα σου, θα σε ορίσω κληρονόμο του βασιλείου μου. Μπορεί να μη έμαθες καλά την ελληνική γλώσσα, αλλά αυτά που γνωρίζεις είναι αρκετά για να κυβερνήσεις αυτή τη χώρα. Μη ακούς τους δημοσιογράφους που θα σε περιγελούν για τη γλώσσα που χρησιμοποιείς, αλλά αυτούς μη του λαμβάνεις υπόψη σου. Άμα τους επιτίθεσαι, αυτοί θα σιωπούν. Εξουσία θα είσαι, μη το ξεχνάς αυτό.
Πήρε το μπαστούνι του ο Πνυταγόρας, προσπάθησε να σηκωθεί από το θρόνο του, ξανακάθισε, έγειρε το κεφάλι και ξεψύχησε. Έτσι η Τζεμαλιγέ βρέθηκε να υπηρετεί τον Νικοκρέοντα.
Η κόρη του Νικοκρέοντα η Αρσινόη, που ήταν πολύ όμορφη αλλά και θρησκόληπτη μπαινόβγαινε στο ναό της Αφροδίτης και προσευχόταν καθημερινά. Η Θεά στην καθημερινή επαφή που είχε μαζί της και βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο η παρθένα άγγιζε τον πέτρινο φαλλό, κατάλαβε, ότι ήλθε η ώρα να γίνει γυναίκα. Έδωσε εντολές στην Τζεμαλιγέ να ενεργήσει το γρηγορότερο δυνατό. Η Τζεμαλιγέ εξέφρασε τις αντιρρήσεις της γνωρίζοντας τις απόψεις του Νικοκρέοντα για τα μέλη των άλλων κοινοτήτων του νησιού.
- Θεά μου, γνωρίζεις πως συμπεριφέρεται υποτιμητικά στα μέλη των άλλων κοινοτήτων. Ούτε του ετεοκύπριους εκτιμά αλλά πολύ περισσότερο τους φοίνικες που τους θεωρεί πολύ κατώτερους των ελλήνων. Αφού ούτε «μουκτάρη»* δεν τους επιτρέπει να εκλέγουν και τον διορίζει ο ίδιος.
Η Θεά επέμενε όπως η Τζεμαλιγέ αναλάβει ρόλο μεσάζοντα και λήξει η ταλαιπωρία του Αρκεοφώντα που καθημερινά τη βομβαρδίζει με τάματα και της εξομολογείται το μεγάλο έρωτα του για την Αρσινόη. Η Τζεμαλιγέ που δεν χαλούσε χατίρι της Θεάς μίλησε με τον Αρκεοφώντα.
- Καλά ρε παιδί μου, δεν μπορείς να βρεις μια κοπέλα της φυλής σου μια «Φοινικοπούλα» και ερωτεύθηκες την κόρη του Νικοκρέοντα; Νομίζεις πως θα σε δεχτεί για γαμβρό του με προοπτική να τον αντικαταστήσεις στο θρόνο αφού γιο δεν έχει; Οι έλληνες Αρκεοφώντα μου δεν συμπαθούν τους φοίνικες και δε νομίζω ότι θα καταδεχτεί να σε βάλει σώγαμπρο.
- Τζεμαλιγέ, δε θέλω ούτε σώγαμπρος να γίνω, ούτε ορέγομαι το βασίλειο του. Έχει νόθους γιους κι’ ας επιλέξει έναν από αυτούς. Εγώ την Αρσινόη θέλω για γυναίκα μου.
Η Τζεμαλιγέ κατάλαβε, ότι δεν είχε επιλογή. Σκεφτόταν συνέχεια πως και τι θα πει στον Νικοκρέοντα για να πετύχει τη συγκατάθεση του. Πρώτα μίλησε με την Αρσινόη. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δέχεται τον Αρκεοφώντα για σύζυγο της.
- Σε βλέπω γλυκιά μου κοπέλα και σε ζηλεύω για τα νιάτα σου και τον έρωτα που γεμίζει το κορμί σου. Ήλθε η ώρα να αγγίξεις το ζωντανό, το γεμάτο ζωή πραγματικό φαλλό. Θα σου διευθετήσω ένα ραντεβού με τον πιο όμορφο νέο του νησιού μας και κοντά του θα ζήσεις ευτυχισμένη. Είναι νέος σαν και σε, η οικογένεια του είναι ακουστή όχι μόνο στην Κύπρο αλλά σ’ όλη τη Μεσόγειο. Καιρό τώρα μ’ έχει ζαλίσει με τα λόγια του να ‘ρθω να σε βρω και να σου πω για τη μεγάλη αγάπη που τον κατατρώει μέρα και νύκτα. Έλα αύριο το βράδυ και θα είναι κοντά μου για να σας γνωρίσω.
Ο Αρκεοφώντας ο μοναχογιός του φοίνικα Μινουρίδη, ο πιο πλούσιος σ’ όλη την ανατολική Μεσόγειο είχε ερωτευθεί παράφορα με τη βοήθεια της Τζεμαλιγέ εδώ και αρκετό καιρό την κόρη του βασιλιά. Μάλιστα έγραψε σε δυο περγαμηνές τα δώρα που θα δίνονταν στον πατέρα της από τον ίδιο και την οικογένεια του, αν γινόταν αποδεκτή η πρόταση του.
Η συνάντηση των νέων έγινε στη σκιά του αγάλματος της θεάς. Ήταν θέλημα της, η Αρσινόη να ερωτευθεί τον Αρκεοφώντα από την πρώτη ματιά και αυτός της υποσχέθηκε, ότι θα στείλει με την Τζεμαλιγέ προξενιό.
Η Τζεμαλιγέ αφού ζήτησε ακρόαση από τον Νικοκρέοντα και του είπε τη θέληση της Μεγάλης Θεάς, του εξιστόρησε το μεγάλο έρωτα του Αρκεοφώντα του Μινουρίδου για την κόρη του την Αρσινόη. Του παρέδωσε τον κατάλογο με τα δώρα – και τι δώρα! – πλοία, πενταόροφες πολυκατοικίες, οικόπεδα, καταστήματα στην Αμαθούντα, το Κίτιον, την Αθήνα, την Τύρο και την Καρχηδόνα.
- Και ποιος είναι αυτός ο λαμπρός νέος που με τόση περιουσία ζητά το χέρι της κόρης μου;
- Ο Αρκεοφώντας μεγαλειώτατε...
Ο Νικοκρέοντας μόλις άκουσε, ότι υποψήφιος γαμπρός είναι ο φοίνικας Αρκεοφώντας του Μινουρίδου έγινε «τούρκος» από το θυμό του. Σε έξαλλη κατάσταση, πέταξε στη φωτιά τις περγαμηνές με τα δώρα και έδωσε άμεση διαταγή να χαλάσουν το ναό της Μεγάλης Θεάς για την προσβολή που του έγινε και είπε στη Τζεμαλιγέ να μαζέψει τα μπογαλάκια της και να εξαφανιστεί από την πόλη του. Διαφορετικά δεν της εγγυάται ότι το κεφάλι της με τέτοιες ιδέες και προσβλητικές πράξεις θα βρίσκεται στους ώμους της.
- Είναι δυνατόν, μονολογούσε, ένας φοίνικας χωρίς ίχνος ντροπής, να ζητήσει σε γάμο από ένα έλληνα την κόρη του; «Εντάξει», - το πρόφερε όπως όλοι οι ετεοκύπριοι - είναι πλούσιος, έχει πολλά κτήματα και δούλους, καταθέσεις στις τράπεζες, δικά του πλοία που πλέουν στις ελληνικές θάλασσες, τις δικές μας θάλασσες, αλλά είναι φοίνικας, δεύτερης κατηγορίας πολίτης. Θα καλέσω την εκκλησία του Δήμου να απαγορεύσει με νόμο τους μεικτούς γάμους. Αυτό θα κάμω για να μη σμίξει η φυλή μας με ξένους και χάσουμε την καθαρότητα της ράτσας μας. Γιατί αν συνεχιστεί η ανάμιξη του πληθυσμού σε λίγα χρόνια οι Φοίνικες θα είναι περισσότεροι από μας και σε μερικές δεκαετίες θα πάρουν τη γη και τις πόλεις μας...
Σ’ αυτό συμφωνούσε και ο Κάλχας που στεκόταν δίπλα του, άκουγε το μονόλογο του και ο οποίος ανησυχούσε για τις διαστάσεις που έπαιρνε το θέμα των μεικτών γάμων, οι οποίοι μπορούσαν να αμβλύνουν το αίσθημα που υπήρχε για την φυλετική υπεροχή των ελλήνων. Και όσο γίνονται μεικτοί γάμοι, τα΄σο περισσότερο μειώνονται οι γάμοι στις εκκλησίες του, με αποτέλεσμα να χάνει τα δικαιώματα….
- Ξέρεις τι θα γίνει Νικοκρέοντα μου, αν επιτρέψουμε τους μεικτούς γάμους; Πρέπει να σου πω, ότι με απασχόλησε σοβαρά το ζήτημα και κατέληξα στα εξής: αυτοί είναι λιγότεροι από μας, αν όμως το εξετάσεις το ζήτημα σε βάθος χρόνου, θα βεβαιωθείς, ότι δεν είμαστε εμείς που θα τους αφομοιώσουμε, αλλά αυτοί. Οι δικοί μας δεν είναι παραγωγικοί. Η μεγαλύτερη οικογένεια είναι τέσσερα άτομα. Αντίθετα, οι ανατολίτες Φοίνικες είναι πολύ σεξουαλικά ενεργοί, κάθε δική τους οικογένεια αριθμεί πάνω από οκτώ άτομα. Σύμφωνα λοιπόν με τους υπολογισμούς μου, σε διακόσια πενήντα χρόνια δεν θα υπάρχουν έλληνες σ’ αυτό το νησί, αλλά μόνο Φοίνικες. Έτσι θα πάρουν και τα βασίλειά μας και τις περιουσίες μας και μεις θα αναγκαστούμε να ξενιτευτούμε. Πρέπει να σκεφτόμαστε πως θα επιβιώσει ο κυπριακός ελληνισμός, είναι ευθύνη δική μας.
Ο Νικοκρέοντας, χωρίς δεύτερη σκέψη κάλεσε αμέσως έκτακτη δημοσιογραφική διάσκεψη και δήλωσε στους εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ότι απορρίπτει μετά βδελυγμίας την πρόταση «κατ’ αισχύνην γένους του Αρκεοφώντος, ότι αυτώ πατέρες ήσαν Φοίνικες...», έγραψε στον πρωτοσέλιδο τίτλο της εφημερίδας του ο Αντωνίνος Λιβεράλης. Όπως δήλωνε στο δημοσιογραφικό περιβάλλον off the record ο Νικοκρέοντας και που αφέθηκαν να δουν το φως της δημοσιότητας, ήταν πρόθυμος να παντρέψει την κόρη του με πέρση ή βαβυλώνιο, με σύρο ή αιγύπτιο, αλλά σε φοίνικα δεν υπάρχει περίπτωση να την παραδώσει. Βέβαια οι λειτουργοί του τύπου, κάνοντας διερευνητική δημοσιογραφία για την οποία αφιέρωσαν αρκετό χρόνο και πληρώθηκαν αδρά γι’ αυτόν από κονδύλια που δεν ελέγχονταν από τον γενικό ελεγκτή του κράτους, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι αυτή η πράξη του φοίνικα πολυεκατομμυριούχου Αρκεοφώντα Μινουρίδη είχε χωρίς αμφιβολία πολιτικές σκοπιμότητες. Θεωρήθηκε, ότι ήταν έμμεση προσπάθεια της φοινικικής μειονότητας και των εχθρών της ελληνικής κοινότητας να υποσκάψουν την ελληνοπρεπή πολιτική του Νικοκρέοντα και να τον απαλλαγούν, χρησιμοποιώντας τις διαβολές που θα ξεκινούσαν με την ευκαιρία των αρραβώνων και του γάμου της κόρης του με ένα φοίνικα, λαμβάνοντας μάλιστα και πλούσια δώρα.
Οι πολιτικοί συντάκτες των εφημερίδων σε κύρια και ανυπόγραφα άρθρα των εφημερίδων τους αφού είχαν και σχετική ενημέρωση από ανώνυμη κυβερνητική πηγή, διατύπωναν χωρίς υπεκφυγές την άποψη, που ήταν απότοκο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ότι οι φοίνικες ήθελαν να θέσουν τον Νικοκρέοντα εκτός πολιτικού παιχνιδιού γιατί ακολουθούσε πολιτική που εξυπηρετούσε άμεσα και αποφασιστικά τα συμφέροντα των ελλήνων.
Σύμφωνα με τα σχόλια των δημοσιογράφων, οι φοίνικες ήθελαν με τις ενέργειες τους να επιβάλουν νέο αρχηγό πιο διαλλακτικό έναντι τους για να τους επιτρέψει να αρχίσουν και πάλι το εμπόριο από το λιμάνι της Αμαθούντας που είχε πέσει σε παρακμή, ενώ διέθετε όλες τις σύγχρονες υπηρεσίες και ανέσεις τόσο για τα πλοία νέας γενιάς, όσο και για τους επιβάτες, σε αντίθεση με εκείνο της ελληνικής Σαλαμίνας που άρχισε να ακμάζει και να αποσπά όλες τις εργασίες από το λιμάνι τους. Επίσης, κάποιοι ισχυρίστηκαν, ότι έχει σχέση με την υποχρεωτική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και πιθανόν να ήταν αναμεμιγμένοι και κάποιοι ετεοκύπριοι, που μισούν θανάσιμα κάθε τι το ελληνικό. Οι πιο σοβαροί απέρριψαν αυτή την άποψη γιατί είναι γνωστό σ’ όλους, ότι οι ετεοκύπριοι δεν έμαθαν να αντιδρούν μαχητικά, αλλά να βυθίζονται στις αναπαυτικές τους καρέκλες, να κάθονται γύρω από την εστία της οικίας τους και να λενε παραμύθια στα εγγονάκια τους. Έδιναν μάλιστα και ένα απτό παράδειγμα: Όταν τους επέβαλαν με νόμο, ότι έπρεπε να μάθουν ελληνικά, έκαναν μια - δυο πικετοφορίες αλλά από τους ιθύνοντες κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφαν στα πανό εφόσον ήταν στην ιερογλυφική γραφή, φώναξαν και κάτι συνθήματα αλλά με ακατανόητη βαβιστική* προφορά, έπαιξαν «πουρούδες»* έξω από την Εκκλησία του Δήμου αλλά κανένας δεν τους έλαβε υπόψη, τελικά έσκυψαν το κεφάλι και σιώπησαν. Μόλις εκδόθηκε το διάταγμα και τέθηκε σε ισχύ αφού δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του κράτους, οι ετεοκύπριοι μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες στα σχολεία που δούλευαν με υπερωρίες, για να παραδίνουν ιδιαίτερα μαθήματα για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε ξενόγλωσσους προς χαρά των δασκάλων που θα είχαν επιπρόσθετα εισοδήματα. Η μόνη που την έπαθε ήταν μια οικογένεια φοινίκων που ζούσε για δεκαοχτώ χρόνια στην Κύπρο. Το τμήμα αλλοδαπών που εγκαθιδρύθηκε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, ήθελε να τους εκδιώξει από την Κύπρο, επειδή σύμφωνα με την επιστολή που τους έστειλαν οι γραφειοκράτες του αυτοκράτορα και η οποία ήταν γραμμένη σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, που χρησιμοποιούν οι γραφειοκράτες, αφού πλήρωσαν δικαιώματα στο μεταφραστικό τμήμα του κράτους, τους διάβασαν τα ακόλουθα:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας σχετικά με τις αιτήσεις του Ramiye Trabislekler, της συζύγου του Georgiana και των δύο παιδιών του Basiliev και Nadiejda για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτικογράφηση και λυπούμαι να σας πληροφορήσω, ότι το αίτημα τους εξετάστηκε με προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί γιατί κρίθηκε, ότι αυτοί α) δεν έχουν προσαρμοστεί με το Κυπριακό περιβάλλον σε ικανοποιητικό βαθμό, β) δεν έχουν συνηθίσει τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου, γ) ούτε μιλούν την Ελληνική γλώσσα σε ικανοποιητικό βαθμό».
Η Τζεμαλιγέ όταν άκουσε αυτή την ιστορία από τα χείλη της Θεάς, έτρεξε στη Nadiejda και της είπε να κάμει γραπτή δήλωση διαμαρτυρίας μια και πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο και γνωρίζει καλά την ελληνική γλώσσα. Η Ναντιέζντα έκατσε και έγραψε την ακόλουθη δήλωση, όχι στην ετεοκυπριακή που μιλούσε με τους συμμαθητές στα διαλείμματα στο σχολείο, αλλά στην πανελλήνια δημοτική και την έστειλε στο Νικοκρέοντα ίσως και τη λυπηθεί και επανεξετάσει το πρόβλημα της:
Αγαπητέ Πατερούλη
Δοξασμένε από ανθρώπους και θεούς Νικοκρέοντα,
απόγονε του ένδοξου Δευκαλίωνα,
ιδρυτή της ελληνικής φυλής,
του Τεύκρου που ίδρυσε τη Σαλαμίνα,
του Ονήσιλλου και του Ευαγόρα
που την δόξασαν με τις θυσίες τους,
άκουσε μας και δείξε τη μεγαλοσύνη Σου.
Η οικογένεια μου που για χρόνια τώρα ζει στην Κύπρο, υπέβαλε πριν μια σχεδόν δεκαετία, αίτηση για την απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας. Πριν λίγες μέρες η αίτηση μας για να μας παραχωρηθεί η Κυπριακή υπηκοότητα απορρίφθηκε χωρίς νομικό λόγο. Είστε νομικός Σεβαστέ μας Νικοκρέοντα και αντιλαμβάνεστε τι λέγω. Μας έχουν πληροφορήσει ότι η οικογένεια μου και ‘μεις δεν έχουμε γνώση της Ελληνικής γλώσσας που πρέπει να ομιλούν όλοι οι Κύπριοι επί βασιλείας Σας, αλλά δυστυχώς μας λένε, ότι μιλούμε την ετεοκυπριακή και τη φοινικική που δεν αναγνωρίζονται ως επίσημες γλώσσες της κυπριακής αυτοκρατορίας. Η πραγματικότητα είναι ότι οι γονείς μου δεν μιλούν και τόσο καλά την ελληνική γλώσσα, τταττίζουν* αλλά εγώ και ο αδελφός μου που γεννηθήκαμε εδώ και φοιτούμε σε σχολείο μιλούμε και γράφουμε άπταιστα την ελληνική. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που με το δίκιο Σας τους χαρακτηρίζετε άχρηστους, μας γράφουν, ότι δεν ταιριάξαμε στην παραδοσιακή κοινωνία. Επιθυμώ να Σας πληροφορήσω Μεγαλειότατε, ότι το μόνο που υστερούμε είναι το γεγονός, ότι το όνειρό μας, εμένα και της μητέρας μου, σαν φοίνικο-σλάβες που είμαστε, δεν είναι να γίνουμε ιερές πόρνες και αυτό το γεγονός, οι κρατικοί λειτουργοί Σας το θεωρούν, ότι είναι αδιάσειστο στοιχείο που στρέφεται εναντίον μας, γιατί έπρεπε κατά τη άποψη τους, ότι από γεννησιμιού μας το όνειρό μας είναι να γίνουμε πόρνες. Πρέπει να πω, ότι η μητέρα μου είναι λάτρης της Κύπριδας Αφροδίτης, όπως και της Αστάρτης, αλλά δεν εισέρχεται στο ναό ούτε της μιας ούτε της άλλης, γιατί λατρεύει λέει τον πατέρα μου και αρνείται να συναντήσει στο ναό της Θεάς τον πολύχρωμα ντυμένο σαν κόκορα, Κάλχα. Οι γραφειοκράτες βασισμένοι σ’ αυτό το γεγονός, μας κατηγορούν ότι δεν έχουμε συνηθίσει τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου και θέλουν να μας διώξουν. Εγώ θα μπω στο ναό της Θεάς, όταν θα νοιώσω, ότι είμαι έτοιμη για να κάνω τέτοιο βήμα.
Πολυχρονεμένε μας Νικοκρέοντα,
Είθε η Θεά να αφαιρεί χρόνια από μας και να τα δίνει σε Σας.
Σας ικετεύω, βοηθήστε μας να μείνουμε στο λατρευτό μας νησί, στο οποίο γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε εγώ και ο αδελφός μου. Δεν έχουμε και δε γνωρίσαμε άλλη Πατρίδα εκτός από την Κύπρο. Δώστε μας αυτό το χαρτί που λέγεται ταυτότητα».
Η Τζεμαλιγέ λυπήθηκε πολύ που δεν κατάφερε να κερδίσει την καρδιά του Νικοκρέοντα, γνώριζε από πρώτο χέρι πόσο σκληρή ήτανε και οι επιτελείς του αφού χωρίς ίχνος οίκτου, έδιωξαν τους φοινικο-σλάβους φίλους της από το νησί.
Η Κύπρος γέμισε έλληνες καθηγητές που δίδασκαν την ελληνική ιστορία και την ελληνική γλώσσα, που έμαθαν τους ετεοκύπριους και όλους τους ξένους να σκέφτονται ελληνικά και να εξυμνούν την Ελλάδα. Όλοι τους υποτάχθηκαν στις αποφάσεις της νέας ηγεσίας χωρίς αντιδράσεις και χωρίς να δημιουργήσουν πολιτικά ή άλλα προβλήματα. Μάλιστα οι νέοι ένοικοι της εξουσίας, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις έχαιραν της απολύτου εμπιστοσύνης της τεράστιας πλειοψηφίας των ερωτηθέντων ετεοκυπρίων, η δε προσωπικότητα του Νικοκρέοντα άγγιζε σχεδόν το 70% αποδοχής από τους υπηκόους του.
Σ’ αυτή την κατάσταση υποταγής και χωρίς διάθεση αντιστάσεων βρήκε τους κυπρίους ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ που βρέθηκε στην Κύπρο μερικούς αιώνες αργότερα, όταν τον απήγαγαν οι πειρατές, καθώς γύριζε από τη Βιθυνία. Επιστρέφοντας στη Ρώμη ο υποψήφιος αυτοκράτορας δήλωσε στη Σύγκλητο, ότι είδε ένα λαό που έχει υπομονή όπως του «γαϊδάρου» και που ανέχεται οποιοδήποτε βιτσιόζο αναβάτη χωρίς αντίδραση. Όλα αυτά τα είπε γιατί ήταν πολύ θυμωμένος με τους κυπρίους. Τους είχε ζητήσει τη βοήθεια τους για να αποδράσει, όταν τον κρατούσαν αιχμάλωτο οι πειρατές σε στρατόπεδο τους που βρισκόταν έξω από τη Σαλαμίνα και αυτοί αρνήθηκαν από φόβο μήπως και τους εκδικηθούν.
Η Τζεμαλιγέ διαμαρτυρήθηκε για τις προσβλητικές δηλώσεις του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα, αλλά η Αφροδίτη την καθησύχασε, εξηγώντας της πως λέχθηκαν κατά τη ρύμη του λόγου, ότι είναι συγγενής της και δεν θα ήθελε να υποσκάψει την πολιτική του καριέρα. Φοβόταν, ότι μεταφέροντας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο τη νότα της Τζεμαλιγέ που περιείχε έντονες διατυπώσεις θα άρπαζε την ευκαιρία ο δεινός ρήτορας Κικέρων, που δεν χώνευε τον Καίσαρα θα τον κατηγορούσε ευθέως για αθυροστομία και απερίσκεπτες δηλώσεις, που δυνατόν να ξεσήκωναν επανάσταση των κυπρίων ιθαγενών εναντίον του βασιλείου των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και πιστού συμμάχου της Ρώμης. Όλοι γνώριζαν, ότι ο Κικέρων εφόσον διετέλεσε για δυο χρόνια κυβερνήτης της Κύπρου, γνώριζε από πρώτο χέρι τους κυπρίους και ότι «οι κύπριοι στερηθέντες της αυτοδιοικήσεως, απέβαλον όχι μόνον την προς τούτο πείραν, αλλά και το φρόνιμα αυτό της αυτοδιοικήσεως, ως εκ οποίου ουδέν υπό τούτων εδείχθη ενδιαφέρον, καθ’ όλην την μακράν και πλείστας όσας ευκαιρίας παρουσιάσασαν ταύτην περίοδον, υπέρ της ανακτήσεως της εαυτών ελευθερίας» όπως έγραψε αιώνες αργότερα ένας ελλαδοκύπριος ιστορικός και το πιο πιθανόν να τα εκστόμισε και ρωμαίος συγκλητικός. Οι συγκλητικοί μειδίασαν και το ακροατήριο γέλασε μεγαλόφωνα για τις απόψεις που διατύπωσε ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ο Κικέρων δεν είπε λέξη όχι μόνο επειδή γνώριζε από τη πείρα που απέκτησε όταν ήταν διοικητής του νησιού, ότι οι κύπριοι ήταν οι πιο πιστοί και υποταγμένοι υπήκοοι στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία। Το ζύγισε από τη μια, το ξανασκέφτηκε αλλά περισσότερο κατάπιε τη γλώσσα του μήπως και πάνω στη συζήτηση ο φαύλος, ο άσωτος αλλά και αθυρόστομος Κλώδιος αποκαλύψει, ότι πηδούσε τη γυναίκα του Καίσαρα, όσο αυτός έλειπε στο εξωτερικό. Φοβόταν, ότι θα ξεσπούσε νέο σκάνδαλο σε βάρος του και θα τον εξόριζαν από τη Ρώμη, και το πιο πιθανόν να τον ξανάστελλαν πίσω στην Κύπρο, ενώ η φιλοδοξία του ήταν να γίνει αυτοκράτορας. Η Θεά αποκάλυψε στην Τζεμαλιγέ τη συγγενική σχέση που είχε με τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα.
Κυριάκος Τζιαμπάζης
Αφού ηρέμησαν τα πράγματα και μπήκε η ζωή στην καθημερινή της ρουτίνα, η Τζεμαλιγέ κατάφερε να μπει ιέρεια στην υπηρεσία του βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα,
διοικώντας το ναό που ο ίδιος αφιέρωσε στη Θεά και που στο κέντρο του στεκόταν ένα ολόσωμο άγαλμα της Κύπριδας Αφροδίτης. Όταν ο Πνυταγόρας έκλεισε αισίως τα ογδόντα του χρόνια κάλεσε τον εγγονό του και του είπε:
-Πριν λίγες μέρες έχω συμπληρώσει τα ογδόντα μου χρόνια. Δεν τα γιόρτασα γιατί δεν θέλω οι υπήκοοι μου να μου λένε ότι μεγάλωσα. Εξάλλου η σοφία έρχεται με τα χρόνια. Τώρα έχω γίνει σοφός και έμαθα πως να κυβερνώ, οι υπήκοοι μου έχουν εξοικειωθεί με τον τρόπο που διαχειρίζομαι την εξουσία, έχουν διδαχθεί πως να αποφεύγουν να διαπράττουν παράνομες πράξεις. Είσαι το αξιολάτρευτο μου εγγόνι, σε θέλω δίπλα μου για να εκπαιδευθείς πως να κυβερνάς. Έχεις ήδη κλείσει τα σαράντα, πρέπει να αρχίσεις να εκπαιδεύεσαι. Σε μια δεκαετία θα είσαι έτοιμος να αναλάβεις τα ηνία της εξουσίας, γιατί εγώ θα είμαι πια γέρος.
Ο Νικοκρέοντας κάτι πήγε να πει, αλλά ο Πνυταγόρας τον αποπήρε.
- Μη μου πεις για τον πατέρα σου. Αυτός ήδη είναι γέρος. Δεν θα έχει την ευκαιρία να κυβερνήσει. Αυτή η γενιά σκεφτόταν μόνο πως να γλεντήσει. Έτσι έχασαν την ευκαιρία. Δες τον πως κατάντησε. Ένας αλκοολικός, που αποδίδει σε μένα τις ευθύνες γιατί δεν έφυγα λεει έγκαιρα από βασιλιάς. Αλλά δεν του είχα εμπιστοσύνη, εξάλλου νοιώθω δυνατός για να κυβερνήσω ακόμα μερικά χρόνια. Εσένα Νικοκρέοντα που έχεις τον ίδιο χαρακτήρα μαζί μου, που δεν είσαι παρορμητικός και ονειροπόλος όπως τον πατέρα σου, θα σε ορίσω κληρονόμο του βασιλείου μου. Μπορεί να μη έμαθες καλά την ελληνική γλώσσα, αλλά αυτά που γνωρίζεις είναι αρκετά για να κυβερνήσεις αυτή τη χώρα. Μη ακούς τους δημοσιογράφους που θα σε περιγελούν για τη γλώσσα που χρησιμοποιείς, αλλά αυτούς μη του λαμβάνεις υπόψη σου. Άμα τους επιτίθεσαι, αυτοί θα σιωπούν. Εξουσία θα είσαι, μη το ξεχνάς αυτό.
Πήρε το μπαστούνι του ο Πνυταγόρας, προσπάθησε να σηκωθεί από το θρόνο του, ξανακάθισε, έγειρε το κεφάλι και ξεψύχησε. Έτσι η Τζεμαλιγέ βρέθηκε να υπηρετεί τον Νικοκρέοντα.
Η κόρη του Νικοκρέοντα η Αρσινόη, που ήταν πολύ όμορφη αλλά και θρησκόληπτη μπαινόβγαινε στο ναό της Αφροδίτης και προσευχόταν καθημερινά. Η Θεά στην καθημερινή επαφή που είχε μαζί της και βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο η παρθένα άγγιζε τον πέτρινο φαλλό, κατάλαβε, ότι ήλθε η ώρα να γίνει γυναίκα. Έδωσε εντολές στην Τζεμαλιγέ να ενεργήσει το γρηγορότερο δυνατό. Η Τζεμαλιγέ εξέφρασε τις αντιρρήσεις της γνωρίζοντας τις απόψεις του Νικοκρέοντα για τα μέλη των άλλων κοινοτήτων του νησιού.
- Θεά μου, γνωρίζεις πως συμπεριφέρεται υποτιμητικά στα μέλη των άλλων κοινοτήτων. Ούτε του ετεοκύπριους εκτιμά αλλά πολύ περισσότερο τους φοίνικες που τους θεωρεί πολύ κατώτερους των ελλήνων. Αφού ούτε «μουκτάρη»* δεν τους επιτρέπει να εκλέγουν και τον διορίζει ο ίδιος.
Η Θεά επέμενε όπως η Τζεμαλιγέ αναλάβει ρόλο μεσάζοντα και λήξει η ταλαιπωρία του Αρκεοφώντα που καθημερινά τη βομβαρδίζει με τάματα και της εξομολογείται το μεγάλο έρωτα του για την Αρσινόη. Η Τζεμαλιγέ που δεν χαλούσε χατίρι της Θεάς μίλησε με τον Αρκεοφώντα.
- Καλά ρε παιδί μου, δεν μπορείς να βρεις μια κοπέλα της φυλής σου μια «Φοινικοπούλα» και ερωτεύθηκες την κόρη του Νικοκρέοντα; Νομίζεις πως θα σε δεχτεί για γαμβρό του με προοπτική να τον αντικαταστήσεις στο θρόνο αφού γιο δεν έχει; Οι έλληνες Αρκεοφώντα μου δεν συμπαθούν τους φοίνικες και δε νομίζω ότι θα καταδεχτεί να σε βάλει σώγαμπρο.
- Τζεμαλιγέ, δε θέλω ούτε σώγαμπρος να γίνω, ούτε ορέγομαι το βασίλειο του. Έχει νόθους γιους κι’ ας επιλέξει έναν από αυτούς. Εγώ την Αρσινόη θέλω για γυναίκα μου.
Η Τζεμαλιγέ κατάλαβε, ότι δεν είχε επιλογή. Σκεφτόταν συνέχεια πως και τι θα πει στον Νικοκρέοντα για να πετύχει τη συγκατάθεση του. Πρώτα μίλησε με την Αρσινόη. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δέχεται τον Αρκεοφώντα για σύζυγο της.
- Σε βλέπω γλυκιά μου κοπέλα και σε ζηλεύω για τα νιάτα σου και τον έρωτα που γεμίζει το κορμί σου. Ήλθε η ώρα να αγγίξεις το ζωντανό, το γεμάτο ζωή πραγματικό φαλλό. Θα σου διευθετήσω ένα ραντεβού με τον πιο όμορφο νέο του νησιού μας και κοντά του θα ζήσεις ευτυχισμένη. Είναι νέος σαν και σε, η οικογένεια του είναι ακουστή όχι μόνο στην Κύπρο αλλά σ’ όλη τη Μεσόγειο. Καιρό τώρα μ’ έχει ζαλίσει με τα λόγια του να ‘ρθω να σε βρω και να σου πω για τη μεγάλη αγάπη που τον κατατρώει μέρα και νύκτα. Έλα αύριο το βράδυ και θα είναι κοντά μου για να σας γνωρίσω.
Ο Αρκεοφώντας ο μοναχογιός του φοίνικα Μινουρίδη, ο πιο πλούσιος σ’ όλη την ανατολική Μεσόγειο είχε ερωτευθεί παράφορα με τη βοήθεια της Τζεμαλιγέ εδώ και αρκετό καιρό την κόρη του βασιλιά. Μάλιστα έγραψε σε δυο περγαμηνές τα δώρα που θα δίνονταν στον πατέρα της από τον ίδιο και την οικογένεια του, αν γινόταν αποδεκτή η πρόταση του.
Η συνάντηση των νέων έγινε στη σκιά του αγάλματος της θεάς. Ήταν θέλημα της, η Αρσινόη να ερωτευθεί τον Αρκεοφώντα από την πρώτη ματιά και αυτός της υποσχέθηκε, ότι θα στείλει με την Τζεμαλιγέ προξενιό.
Η Τζεμαλιγέ αφού ζήτησε ακρόαση από τον Νικοκρέοντα και του είπε τη θέληση της Μεγάλης Θεάς, του εξιστόρησε το μεγάλο έρωτα του Αρκεοφώντα του Μινουρίδου για την κόρη του την Αρσινόη. Του παρέδωσε τον κατάλογο με τα δώρα – και τι δώρα! – πλοία, πενταόροφες πολυκατοικίες, οικόπεδα, καταστήματα στην Αμαθούντα, το Κίτιον, την Αθήνα, την Τύρο και την Καρχηδόνα.
- Και ποιος είναι αυτός ο λαμπρός νέος που με τόση περιουσία ζητά το χέρι της κόρης μου;
- Ο Αρκεοφώντας μεγαλειώτατε...
Ο Νικοκρέοντας μόλις άκουσε, ότι υποψήφιος γαμπρός είναι ο φοίνικας Αρκεοφώντας του Μινουρίδου έγινε «τούρκος» από το θυμό του. Σε έξαλλη κατάσταση, πέταξε στη φωτιά τις περγαμηνές με τα δώρα και έδωσε άμεση διαταγή να χαλάσουν το ναό της Μεγάλης Θεάς για την προσβολή που του έγινε και είπε στη Τζεμαλιγέ να μαζέψει τα μπογαλάκια της και να εξαφανιστεί από την πόλη του. Διαφορετικά δεν της εγγυάται ότι το κεφάλι της με τέτοιες ιδέες και προσβλητικές πράξεις θα βρίσκεται στους ώμους της.
- Είναι δυνατόν, μονολογούσε, ένας φοίνικας χωρίς ίχνος ντροπής, να ζητήσει σε γάμο από ένα έλληνα την κόρη του; «Εντάξει», - το πρόφερε όπως όλοι οι ετεοκύπριοι - είναι πλούσιος, έχει πολλά κτήματα και δούλους, καταθέσεις στις τράπεζες, δικά του πλοία που πλέουν στις ελληνικές θάλασσες, τις δικές μας θάλασσες, αλλά είναι φοίνικας, δεύτερης κατηγορίας πολίτης. Θα καλέσω την εκκλησία του Δήμου να απαγορεύσει με νόμο τους μεικτούς γάμους. Αυτό θα κάμω για να μη σμίξει η φυλή μας με ξένους και χάσουμε την καθαρότητα της ράτσας μας. Γιατί αν συνεχιστεί η ανάμιξη του πληθυσμού σε λίγα χρόνια οι Φοίνικες θα είναι περισσότεροι από μας και σε μερικές δεκαετίες θα πάρουν τη γη και τις πόλεις μας...
Σ’ αυτό συμφωνούσε και ο Κάλχας που στεκόταν δίπλα του, άκουγε το μονόλογο του και ο οποίος ανησυχούσε για τις διαστάσεις που έπαιρνε το θέμα των μεικτών γάμων, οι οποίοι μπορούσαν να αμβλύνουν το αίσθημα που υπήρχε για την φυλετική υπεροχή των ελλήνων. Και όσο γίνονται μεικτοί γάμοι, τα΄σο περισσότερο μειώνονται οι γάμοι στις εκκλησίες του, με αποτέλεσμα να χάνει τα δικαιώματα….
- Ξέρεις τι θα γίνει Νικοκρέοντα μου, αν επιτρέψουμε τους μεικτούς γάμους; Πρέπει να σου πω, ότι με απασχόλησε σοβαρά το ζήτημα και κατέληξα στα εξής: αυτοί είναι λιγότεροι από μας, αν όμως το εξετάσεις το ζήτημα σε βάθος χρόνου, θα βεβαιωθείς, ότι δεν είμαστε εμείς που θα τους αφομοιώσουμε, αλλά αυτοί. Οι δικοί μας δεν είναι παραγωγικοί. Η μεγαλύτερη οικογένεια είναι τέσσερα άτομα. Αντίθετα, οι ανατολίτες Φοίνικες είναι πολύ σεξουαλικά ενεργοί, κάθε δική τους οικογένεια αριθμεί πάνω από οκτώ άτομα. Σύμφωνα λοιπόν με τους υπολογισμούς μου, σε διακόσια πενήντα χρόνια δεν θα υπάρχουν έλληνες σ’ αυτό το νησί, αλλά μόνο Φοίνικες. Έτσι θα πάρουν και τα βασίλειά μας και τις περιουσίες μας και μεις θα αναγκαστούμε να ξενιτευτούμε. Πρέπει να σκεφτόμαστε πως θα επιβιώσει ο κυπριακός ελληνισμός, είναι ευθύνη δική μας.
Ο Νικοκρέοντας, χωρίς δεύτερη σκέψη κάλεσε αμέσως έκτακτη δημοσιογραφική διάσκεψη και δήλωσε στους εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ότι απορρίπτει μετά βδελυγμίας την πρόταση «κατ’ αισχύνην γένους του Αρκεοφώντος, ότι αυτώ πατέρες ήσαν Φοίνικες...», έγραψε στον πρωτοσέλιδο τίτλο της εφημερίδας του ο Αντωνίνος Λιβεράλης. Όπως δήλωνε στο δημοσιογραφικό περιβάλλον off the record ο Νικοκρέοντας και που αφέθηκαν να δουν το φως της δημοσιότητας, ήταν πρόθυμος να παντρέψει την κόρη του με πέρση ή βαβυλώνιο, με σύρο ή αιγύπτιο, αλλά σε φοίνικα δεν υπάρχει περίπτωση να την παραδώσει. Βέβαια οι λειτουργοί του τύπου, κάνοντας διερευνητική δημοσιογραφία για την οποία αφιέρωσαν αρκετό χρόνο και πληρώθηκαν αδρά γι’ αυτόν από κονδύλια που δεν ελέγχονταν από τον γενικό ελεγκτή του κράτους, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι αυτή η πράξη του φοίνικα πολυεκατομμυριούχου Αρκεοφώντα Μινουρίδη είχε χωρίς αμφιβολία πολιτικές σκοπιμότητες. Θεωρήθηκε, ότι ήταν έμμεση προσπάθεια της φοινικικής μειονότητας και των εχθρών της ελληνικής κοινότητας να υποσκάψουν την ελληνοπρεπή πολιτική του Νικοκρέοντα και να τον απαλλαγούν, χρησιμοποιώντας τις διαβολές που θα ξεκινούσαν με την ευκαιρία των αρραβώνων και του γάμου της κόρης του με ένα φοίνικα, λαμβάνοντας μάλιστα και πλούσια δώρα.
Οι πολιτικοί συντάκτες των εφημερίδων σε κύρια και ανυπόγραφα άρθρα των εφημερίδων τους αφού είχαν και σχετική ενημέρωση από ανώνυμη κυβερνητική πηγή, διατύπωναν χωρίς υπεκφυγές την άποψη, που ήταν απότοκο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ότι οι φοίνικες ήθελαν να θέσουν τον Νικοκρέοντα εκτός πολιτικού παιχνιδιού γιατί ακολουθούσε πολιτική που εξυπηρετούσε άμεσα και αποφασιστικά τα συμφέροντα των ελλήνων.
Σύμφωνα με τα σχόλια των δημοσιογράφων, οι φοίνικες ήθελαν με τις ενέργειες τους να επιβάλουν νέο αρχηγό πιο διαλλακτικό έναντι τους για να τους επιτρέψει να αρχίσουν και πάλι το εμπόριο από το λιμάνι της Αμαθούντας που είχε πέσει σε παρακμή, ενώ διέθετε όλες τις σύγχρονες υπηρεσίες και ανέσεις τόσο για τα πλοία νέας γενιάς, όσο και για τους επιβάτες, σε αντίθεση με εκείνο της ελληνικής Σαλαμίνας που άρχισε να ακμάζει και να αποσπά όλες τις εργασίες από το λιμάνι τους. Επίσης, κάποιοι ισχυρίστηκαν, ότι έχει σχέση με την υποχρεωτική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και πιθανόν να ήταν αναμεμιγμένοι και κάποιοι ετεοκύπριοι, που μισούν θανάσιμα κάθε τι το ελληνικό. Οι πιο σοβαροί απέρριψαν αυτή την άποψη γιατί είναι γνωστό σ’ όλους, ότι οι ετεοκύπριοι δεν έμαθαν να αντιδρούν μαχητικά, αλλά να βυθίζονται στις αναπαυτικές τους καρέκλες, να κάθονται γύρω από την εστία της οικίας τους και να λενε παραμύθια στα εγγονάκια τους. Έδιναν μάλιστα και ένα απτό παράδειγμα: Όταν τους επέβαλαν με νόμο, ότι έπρεπε να μάθουν ελληνικά, έκαναν μια - δυο πικετοφορίες αλλά από τους ιθύνοντες κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφαν στα πανό εφόσον ήταν στην ιερογλυφική γραφή, φώναξαν και κάτι συνθήματα αλλά με ακατανόητη βαβιστική* προφορά, έπαιξαν «πουρούδες»* έξω από την Εκκλησία του Δήμου αλλά κανένας δεν τους έλαβε υπόψη, τελικά έσκυψαν το κεφάλι και σιώπησαν. Μόλις εκδόθηκε το διάταγμα και τέθηκε σε ισχύ αφού δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του κράτους, οι ετεοκύπριοι μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες στα σχολεία που δούλευαν με υπερωρίες, για να παραδίνουν ιδιαίτερα μαθήματα για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε ξενόγλωσσους προς χαρά των δασκάλων που θα είχαν επιπρόσθετα εισοδήματα. Η μόνη που την έπαθε ήταν μια οικογένεια φοινίκων που ζούσε για δεκαοχτώ χρόνια στην Κύπρο. Το τμήμα αλλοδαπών που εγκαθιδρύθηκε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, ήθελε να τους εκδιώξει από την Κύπρο, επειδή σύμφωνα με την επιστολή που τους έστειλαν οι γραφειοκράτες του αυτοκράτορα και η οποία ήταν γραμμένη σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, που χρησιμοποιούν οι γραφειοκράτες, αφού πλήρωσαν δικαιώματα στο μεταφραστικό τμήμα του κράτους, τους διάβασαν τα ακόλουθα:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας σχετικά με τις αιτήσεις του Ramiye Trabislekler, της συζύγου του Georgiana και των δύο παιδιών του Basiliev και Nadiejda για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτικογράφηση και λυπούμαι να σας πληροφορήσω, ότι το αίτημα τους εξετάστηκε με προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί γιατί κρίθηκε, ότι αυτοί α) δεν έχουν προσαρμοστεί με το Κυπριακό περιβάλλον σε ικανοποιητικό βαθμό, β) δεν έχουν συνηθίσει τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου, γ) ούτε μιλούν την Ελληνική γλώσσα σε ικανοποιητικό βαθμό».
Η Τζεμαλιγέ όταν άκουσε αυτή την ιστορία από τα χείλη της Θεάς, έτρεξε στη Nadiejda και της είπε να κάμει γραπτή δήλωση διαμαρτυρίας μια και πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο και γνωρίζει καλά την ελληνική γλώσσα. Η Ναντιέζντα έκατσε και έγραψε την ακόλουθη δήλωση, όχι στην ετεοκυπριακή που μιλούσε με τους συμμαθητές στα διαλείμματα στο σχολείο, αλλά στην πανελλήνια δημοτική και την έστειλε στο Νικοκρέοντα ίσως και τη λυπηθεί και επανεξετάσει το πρόβλημα της:
Αγαπητέ Πατερούλη
Δοξασμένε από ανθρώπους και θεούς Νικοκρέοντα,
απόγονε του ένδοξου Δευκαλίωνα,
ιδρυτή της ελληνικής φυλής,
του Τεύκρου που ίδρυσε τη Σαλαμίνα,
του Ονήσιλλου και του Ευαγόρα
που την δόξασαν με τις θυσίες τους,
άκουσε μας και δείξε τη μεγαλοσύνη Σου.
Η οικογένεια μου που για χρόνια τώρα ζει στην Κύπρο, υπέβαλε πριν μια σχεδόν δεκαετία, αίτηση για την απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας. Πριν λίγες μέρες η αίτηση μας για να μας παραχωρηθεί η Κυπριακή υπηκοότητα απορρίφθηκε χωρίς νομικό λόγο. Είστε νομικός Σεβαστέ μας Νικοκρέοντα και αντιλαμβάνεστε τι λέγω. Μας έχουν πληροφορήσει ότι η οικογένεια μου και ‘μεις δεν έχουμε γνώση της Ελληνικής γλώσσας που πρέπει να ομιλούν όλοι οι Κύπριοι επί βασιλείας Σας, αλλά δυστυχώς μας λένε, ότι μιλούμε την ετεοκυπριακή και τη φοινικική που δεν αναγνωρίζονται ως επίσημες γλώσσες της κυπριακής αυτοκρατορίας. Η πραγματικότητα είναι ότι οι γονείς μου δεν μιλούν και τόσο καλά την ελληνική γλώσσα, τταττίζουν* αλλά εγώ και ο αδελφός μου που γεννηθήκαμε εδώ και φοιτούμε σε σχολείο μιλούμε και γράφουμε άπταιστα την ελληνική. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που με το δίκιο Σας τους χαρακτηρίζετε άχρηστους, μας γράφουν, ότι δεν ταιριάξαμε στην παραδοσιακή κοινωνία. Επιθυμώ να Σας πληροφορήσω Μεγαλειότατε, ότι το μόνο που υστερούμε είναι το γεγονός, ότι το όνειρό μας, εμένα και της μητέρας μου, σαν φοίνικο-σλάβες που είμαστε, δεν είναι να γίνουμε ιερές πόρνες και αυτό το γεγονός, οι κρατικοί λειτουργοί Σας το θεωρούν, ότι είναι αδιάσειστο στοιχείο που στρέφεται εναντίον μας, γιατί έπρεπε κατά τη άποψη τους, ότι από γεννησιμιού μας το όνειρό μας είναι να γίνουμε πόρνες. Πρέπει να πω, ότι η μητέρα μου είναι λάτρης της Κύπριδας Αφροδίτης, όπως και της Αστάρτης, αλλά δεν εισέρχεται στο ναό ούτε της μιας ούτε της άλλης, γιατί λατρεύει λέει τον πατέρα μου και αρνείται να συναντήσει στο ναό της Θεάς τον πολύχρωμα ντυμένο σαν κόκορα, Κάλχα. Οι γραφειοκράτες βασισμένοι σ’ αυτό το γεγονός, μας κατηγορούν ότι δεν έχουμε συνηθίσει τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου και θέλουν να μας διώξουν. Εγώ θα μπω στο ναό της Θεάς, όταν θα νοιώσω, ότι είμαι έτοιμη για να κάνω τέτοιο βήμα.
Πολυχρονεμένε μας Νικοκρέοντα,
Είθε η Θεά να αφαιρεί χρόνια από μας και να τα δίνει σε Σας.
Σας ικετεύω, βοηθήστε μας να μείνουμε στο λατρευτό μας νησί, στο οποίο γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε εγώ και ο αδελφός μου. Δεν έχουμε και δε γνωρίσαμε άλλη Πατρίδα εκτός από την Κύπρο. Δώστε μας αυτό το χαρτί που λέγεται ταυτότητα».
Η Τζεμαλιγέ λυπήθηκε πολύ που δεν κατάφερε να κερδίσει την καρδιά του Νικοκρέοντα, γνώριζε από πρώτο χέρι πόσο σκληρή ήτανε και οι επιτελείς του αφού χωρίς ίχνος οίκτου, έδιωξαν τους φοινικο-σλάβους φίλους της από το νησί.
Η Κύπρος γέμισε έλληνες καθηγητές που δίδασκαν την ελληνική ιστορία και την ελληνική γλώσσα, που έμαθαν τους ετεοκύπριους και όλους τους ξένους να σκέφτονται ελληνικά και να εξυμνούν την Ελλάδα. Όλοι τους υποτάχθηκαν στις αποφάσεις της νέας ηγεσίας χωρίς αντιδράσεις και χωρίς να δημιουργήσουν πολιτικά ή άλλα προβλήματα. Μάλιστα οι νέοι ένοικοι της εξουσίας, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις έχαιραν της απολύτου εμπιστοσύνης της τεράστιας πλειοψηφίας των ερωτηθέντων ετεοκυπρίων, η δε προσωπικότητα του Νικοκρέοντα άγγιζε σχεδόν το 70% αποδοχής από τους υπηκόους του.
Σ’ αυτή την κατάσταση υποταγής και χωρίς διάθεση αντιστάσεων βρήκε τους κυπρίους ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ που βρέθηκε στην Κύπρο μερικούς αιώνες αργότερα, όταν τον απήγαγαν οι πειρατές, καθώς γύριζε από τη Βιθυνία. Επιστρέφοντας στη Ρώμη ο υποψήφιος αυτοκράτορας δήλωσε στη Σύγκλητο, ότι είδε ένα λαό που έχει υπομονή όπως του «γαϊδάρου» και που ανέχεται οποιοδήποτε βιτσιόζο αναβάτη χωρίς αντίδραση. Όλα αυτά τα είπε γιατί ήταν πολύ θυμωμένος με τους κυπρίους. Τους είχε ζητήσει τη βοήθεια τους για να αποδράσει, όταν τον κρατούσαν αιχμάλωτο οι πειρατές σε στρατόπεδο τους που βρισκόταν έξω από τη Σαλαμίνα και αυτοί αρνήθηκαν από φόβο μήπως και τους εκδικηθούν.
Η Τζεμαλιγέ διαμαρτυρήθηκε για τις προσβλητικές δηλώσεις του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα, αλλά η Αφροδίτη την καθησύχασε, εξηγώντας της πως λέχθηκαν κατά τη ρύμη του λόγου, ότι είναι συγγενής της και δεν θα ήθελε να υποσκάψει την πολιτική του καριέρα. Φοβόταν, ότι μεταφέροντας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο τη νότα της Τζεμαλιγέ που περιείχε έντονες διατυπώσεις θα άρπαζε την ευκαιρία ο δεινός ρήτορας Κικέρων, που δεν χώνευε τον Καίσαρα θα τον κατηγορούσε ευθέως για αθυροστομία και απερίσκεπτες δηλώσεις, που δυνατόν να ξεσήκωναν επανάσταση των κυπρίων ιθαγενών εναντίον του βασιλείου των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και πιστού συμμάχου της Ρώμης. Όλοι γνώριζαν, ότι ο Κικέρων εφόσον διετέλεσε για δυο χρόνια κυβερνήτης της Κύπρου, γνώριζε από πρώτο χέρι τους κυπρίους και ότι «οι κύπριοι στερηθέντες της αυτοδιοικήσεως, απέβαλον όχι μόνον την προς τούτο πείραν, αλλά και το φρόνιμα αυτό της αυτοδιοικήσεως, ως εκ οποίου ουδέν υπό τούτων εδείχθη ενδιαφέρον, καθ’ όλην την μακράν και πλείστας όσας ευκαιρίας παρουσιάσασαν ταύτην περίοδον, υπέρ της ανακτήσεως της εαυτών ελευθερίας» όπως έγραψε αιώνες αργότερα ένας ελλαδοκύπριος ιστορικός και το πιο πιθανόν να τα εκστόμισε και ρωμαίος συγκλητικός. Οι συγκλητικοί μειδίασαν και το ακροατήριο γέλασε μεγαλόφωνα για τις απόψεις που διατύπωσε ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ο Κικέρων δεν είπε λέξη όχι μόνο επειδή γνώριζε από τη πείρα που απέκτησε όταν ήταν διοικητής του νησιού, ότι οι κύπριοι ήταν οι πιο πιστοί και υποταγμένοι υπήκοοι στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία। Το ζύγισε από τη μια, το ξανασκέφτηκε αλλά περισσότερο κατάπιε τη γλώσσα του μήπως και πάνω στη συζήτηση ο φαύλος, ο άσωτος αλλά και αθυρόστομος Κλώδιος αποκαλύψει, ότι πηδούσε τη γυναίκα του Καίσαρα, όσο αυτός έλειπε στο εξωτερικό. Φοβόταν, ότι θα ξεσπούσε νέο σκάνδαλο σε βάρος του και θα τον εξόριζαν από τη Ρώμη, και το πιο πιθανόν να τον ξανάστελλαν πίσω στην Κύπρο, ενώ η φιλοδοξία του ήταν να γίνει αυτοκράτορας. Η Θεά αποκάλυψε στην Τζεμαλιγέ τη συγγενική σχέση που είχε με τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα.
Κυριάκος Τζιαμπάζης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου