20 Φεβ 2016

Γιατί πηγαίνω στα κατεχόμενα;

22 Απριλίου 2003. Όλοι μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι για τα γενέθλια μου. Η οικογένεια μου, οι συγγενείς και οι φίλοι. Η συζήτηση: θα ανοίξουν τα οδοφράγματα και θα μας επιτρέψουν να πάμε στο χωριό μας; Θυμάμαι αμέσως μετά τα γεγονότα και το ξεριζωμό, όταν πια πέρασαν κάποια χρόνια και βεβαιώθηκα πως η επιστροφή αργή πολύ, σχεδίασα πάνω σ’ ένα χαρτί το χάρτη του χωριού μου: τους δρόμους του, τα σπίτια και τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Κάποτε έγραψα και ένα «Χρονικό» στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ για τα γεγονότα του χωριού μου και στο Φιλελεύθερο για την ιστορία του. Ναι, ήθελα να θυμάμαι το χωριό μου και τους χωριανούς μου. Και δε σχεδίασα μόνο τη γειτονιά όπου ζούσαν οι ελληνοκύπριοι, αλλά και τη γειτονιά των τουρκοκυπρίων. Ήθελα να θυμάμαι και τα σπίτια των φίλων μου, να μην τους ξεχάσω. Και μπούκαρε λαχανιασμένη η αναμενόμενη είδηση είδηση: πρώτοι φθάσαμε στο οδόφραγμα του Περγάμου. Πρώτοι περάσαμε το οδόφραγμα. Και ποιο συναντήσαμε; Τον Ιμπραήμ, που τότε ήταν ο πιο μικρός της παρέας και μας παρακαλούσε να το βάλουμε στην ποδοσφαιρική μας ομάδα. Μπήκε κι αυτός στο αυτοκίνητο, στοιβαχτήκαμε πέντε άτομα σ’ ένα μικρό micra. Και η ερώτηση από την κόρη μου, που ήταν μόνο δυο χρονών όταν φύγαμε από το χωριό: παπά πόσο μακριά είναι το χωριό σου (αυτό το σου με πείραξε πολύ, μου ήρθε σαν πέτρα στο κεφάλι) από ‘δω; Και ‘γω κοροϊδεύοντας την της είπα ότι, «αν δεν μετακινήθηκε, ένα δεκαπεντάλεπτο». Και η άλλη ερώτηση: Πίσω από τα βουνά του Πενταδακτύλου πόσο εκτείνεται η γη; «Θα πάμε και θα δεις» της είπα. Αν δεν την έπαιρνα πως θα μάθαινε το μέγεθος της χώρας μας; Πως θα μπορούσε να γνωρίσει την Κερύνεια και το Πέλλα Πάϊς; Πήγαμε στο χωριό και πρώτ’ απ’ όλα στο πατρικό. Τους περιέγραψα που ζούσε ο καθένας, τους έδειξα το δωμάτιο μου, που έχει ένα παράθυρο, το οποίο είχε πάντα ανοικτό η μάνα μου και έμπαινα από αυτό τα βράδια. Φεύγοντας ο γιος μου είπε: «παπά, δε θέλω να σε λυπήσω, αλλά θα σου πω κάτι: το χωριό σου δεν είναι ωραίο, δεν μου άρεσε, δεν θα ήθελα να ζήσω σ’ αυτό». Τον κατανόησα. Πατρίδα σου είναι ο τόπος που ζεις, που εργάζεσαι, που μεγαλώνεις, που σπουδάζεις, που αγαπάς και αγαπιέσαι. Ο γιος μου ήταν ξένος για το χωριό μου. Δεν είναι νομίζω ο μοναδικός νεαρός που αντιδρά με αυτό τον τρόπο. Και δεν είναι μόνο οι νέοι. Υπάρχουν και μεγαλύτεροι άνθρωποι, πολίτες αυτής της χώρας, ακόμα και άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, της γνώσης και των πανεπιστημίων, οι οποίοι αντιδρούν με αυτό τον τρόπο, που έφτιαξαν με τα κείμενα τους γενεές τυφλών και κουφών, βουτηγμένους στα απόνερα του εθνικισμού. Οι ποιητές μας υμνούσαν την ένωση, έφτιαχνα τραγούδια και εξυμνούσαν ήρωες, υπαρκτούς και ανύπαρκτους. Ξεθώριασε σε πολλούς η μνήμη και όταν δεν υπάρχει μνήμη δεν υπάρχει αγάπη του χώρου και των ανθρώπων του. Μπορείς να αγαπάς τη μισή Κύπρο, αλλά όχι ολόκληρη την Κύπρο. Η άλλη μισή θα σου είναι ξένη, θα μισείς τους «άλλους» αλλά αποφεύγεις να βουτήξεις στα βάθη της ιστορίας και να συλλάβεις ότι όλα ξεκίνησαν από μίσος, από την εθνικιστική θολούρα του μυαλού που για δεκαετίες αποτελούσε συλλογική συνείδηση και παρέμενε «αμάραντη» η ιδέα, πως «εμείς» οι Ελληνοκύπριοι είμαστε ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης αυτής της γης και οι «άλλοι» θεωρούνταν φιλοξενούμενοι μας. Πηγαίνω όποτε μπορώ στο χωριό μου, για να ζήσω τη νέα γενιά που μεγαλώνει, να μάθω τι σκέφτεται το εγγόνι του Ττέλλου, που είναι καθηγητής στο γυμνάσιο, τι διδάσκει τους μαθητές του, πως αναφέρεται σε μας, πως μας ζωγραφίζει στα μυαλά της νέας γενιάς, και πως αυτοί μας δέχονται. Κι έρχεται η Πανού, η εικοσιπεντάχρονη δασκάλα που με αποκαλεί «θείε», η μητέρα της ήταν φίλη με τον αδελφό μου και τη γυναίκα του, ήταν τότε η νέα γενιά του χωριού μου. Πηγαίνω στους γάμους των παιδιών των χωριανών μου, είμαι παρόν στη χαρές και στις λύπες τους. Θεωρώ ότι η επιτυχημένη επικοινωνία εξοικειώνει, προκαλεί ηρεμία και αυτοπεποίθηση, η αποτυχημένη επικοινωνία αποξενώνει, συνεπάγεται αβεβαιότητα και φόβο. Μπορεί λόγω γλώσσας να μη μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως ο ένας τον άλλον, αλλά καταφέρνουμε να γελούμε και να αστειευόμαστε, αλλά και να κλαίμε στις λύπες μας. Αρκετοί Ελληνοκύπριοι πολίτες αποφεύγουν να διέλθουν από τα οδοφράγματα επειδή φοβούνται να επικοινωνήσουν με τον άλλο, φοβούνται να μπουν σ’ ένα διάλογο με τον άλλο που δεν είναι «δικός μας», φοβούνται να εξομολογηθούν το φόβο τους, προτιμούν να παραμένουν κλειστοί στο καβούκι τους, κυκλοφορούν μόνο στον φαντασιακό κόσμο που έχουν φτιάξει, τους καταπονεί η αγοραφοβία. Οι ποιητές και οι λογοτέχνες, οι φιλόσοφοι και οι πολιτικοί πρέπει να ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, όταν στη σύγχρονη εποχή διαλύονται και αντικαθιστώνται από ευρύτερους χωρο-ορίζοντες, γίνονται οικουμενικοί, αντί να περιορίζονται στα στενά σύνορα ενός κράτους. Σήμερα πατρίδα μου είναι η Κύπρος και χώρα μου η Ευρώπη και το σπίτι Σύμπαν (Τεύκρος Ανθίας). Να γιατί περνώ τα οδοφράγματα χωρίς αιδώ, δεν είμαι ποιητής να γράψω «ποιητική αδεία», προσπαθώντας να πείσω ότι πατρίδα μου είναι όλη η Κύπρος, κι όχι ένα της κομμάτι. Με ενοχλεί αφάνταστα που δείχνω ταυτότητα, την ίδια ταυτότητα που έχει και αυτός που με ελέγχει, αλλά πρέπει να του αποδείχνω καθημερινά πως τούτη η γη «είναι δική τους και δική μας», όχι μόνο δική μας ή μόνο δική τους. Το παρόν κείμενο ας θεωρηθεί απάντηση σ’ ένα ποιητή που έμεινε με τα ασημικά των περασμένων αιώνων και κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα, όπως και σε μια ποιήτρια, η οποία είναι έτοιμη να αυτοπυρποληθεί για την ένωση!

Δεν υπάρχουν σχόλια: