9 Σεπ 2015

Η πατρίδα μου, η ζωή μου

Με το που κλώτσησα και βγήκα στη ζωή, χάζεψα την ομορφιά και την απεραντοσύνη της Μεσαορίας.
Ένα πράσινο χαλί την Άνοιξη, με τους λαζάρους* και τα ματσικόριδα** στις όχθες του Γιαλιά,*** να μοσχοβολά η περιοχή.
Αρκούδισα στα χώματα της Αφάνειας, το χωριό μου.
Στις Βαρκές**** είδα τον κόπο και το δάκρυ των ανθρώπων να δίνει καρπούς, τα άνυδρα καρπούζια και τα μελωμένα πεπόνια.
Σε μια μεγάλη διχώρα***** φτιαγμένη από πλίνθους, που ο σαρκοβόρος χρόνος την κατέτρωγε και φώλιαζαν σπουργίτια, έμαθα τα πρώτα γράμματα και μπήκα καμαρωτός στο πανηγύρι της μάθησης.  
Πρωτάκι στο δημοτικό έφαγα ξύλο της χρονιάς από τη δασκάλα. Είπα φωνακτά, «αγαπώ αυτή την ξανθή», την Αφροδίτη, κι αυτή, αντί να μου δώσει ένα φιλί είχε βάλει τα κλάματα. Την Αφροδίτη, την κόρη του Δία, την πολυμήχανη, που ύμνησε η Σαπφώ στις Ωδές της, τα γοργοφτέρουγα σπουργίτια την οδήγησαν στη δασκάλα.  
Κατάλαβα ότι μπήκα στην κοινωνία των μεγάλων και ότι δεν πρέπει να μιλώ φωνακτά γι αγάπη. Είναι απαγορευμένο είδος για μεγάλους…
Κι ήλθε ο Ρουσώ στα δώδεκα μου, να μου πει: «γεννήθηκες ελεύθερος».
Γάλλος φιλόσοφος, με ανά χείρας το Κοινωνικό Συμβόλαιο.  
Σταυρόλεξο για μεγάλους το βιβλίο. Mου άρεσε «το γεννήθηκες ελεύθερος». Αυτό το κρατώ ακριβό φυλακτό μια ζωή. Όλα τα άλλα που έγραφε χοροπηδούσαν και χάνονταν, λαμπιρίζοντας σαν τα’ αστέρια τ’ ουρανού.
Είπα στη δασκάλα μου: «γεννήθηκα ελεύθερος», με κοίταξε στα μάτια. Δεν έβγαλε άχνα. Τι να σκέφτηκε άραγε; Το ξύλο που κάποτε μου έδωσε και πονούσα τα χέρια μου για μια βδομάδα; Έμεινα μια ζωή μ’ αυτή την απορία.
Όταν είπα στον πατέρα μου «γεννήθηκα ελεύθερος» ένα ελαφρύ χαμόγελο ομόρφυνε τα αραβικά του χείλη.
 «Δεν τον ξέρω τον Ρουσώ, εγώ είμαι  από την Αφάνεια, δεν ήρθε ποτέ κατά δω, δεν τον συνάντησα ποτέ μου, ούτε στον πόλεμο που πήγα. Πολέμησα το φασισμό στην Ιταλία, όχι στη Γαλλία», μου είπε.
Ούτε ο Φυτάς τον ήξερε, αλλιώς δεν θα έκανε σουννέττι****** τους δυο γιούς του, χωρίς τη συγκατάθεση τους.
Τους έβαλε σε δυο άσπρα άλογα, γύρισε όλους τους μαχαλάδες της Αφάνειας με νταούλια και ζορνέδες και ξεφάντωσαν όλοι οι χωριανοί, χριστιανοί και οθωμανοί για τον πόνο των παιδιών. Τα παιδιά που «γεννήθηκαν ελεύθερα» έκλαιγαν όλο το βράδυ κι’ εγώ τους κοίταζα θλιμμένα για τον πόνο τους. Έτσι έκλαιγα και εγώ, καθώς μου είπαν, όταν με βάφτιζαν χωρίς να με ρωτήσουν. Κι όμως «γεννηθήκαμε ελεύθεροι»!
Τελείωσα το γυμνάσιο χωρίς να συναντήσω το Ρουσώ. Δεν πέρασε από τη γειτονιά της Αφάνειας. Ούτε ο Ντοστογιέβσκη, ούτε ο Λέων Τολστόϊ ούτε ο Ομάρ Καγιάμ, ούτε ο Ναμικ Κεμάλ με τις 13 επιστολές του προς το σουλτάνο. Κι όμως τους έβλεπα καθημερινά στο τραπέζι μου, που έβαζα τις ζεστές μέρες του χειμώνα στο κέντρο της αυλής, τρώγοντας, διαβάζοντας και συνομιλώντας μαζί τους.
Το Ρουσώ τον συνάντησα στο πανεπιστήμιο μιας μεγαλούπολης. Τότε μπόρεσα να μιλήσω μαζί του στα ίσα.
Όμορφη πόλη, ολοπράσινη και με ένα τεράστιο ποτάμι να τη χωρίζει στα δυο. Τι ευτυχία! Νερό που τρέχει όλο το χρόνο και πλεούμενα στη ράχη του!
Καθόμουν στις όχθες του Δνείπερου, εκεί που αργότερα κτίστηκε το άγαλμα της Μητέρας Πατρίδας******* κι έφερα στη μνήμη μου τον Γιαλιά. Αχ, να ‘χε λίγο νερό όχι τόσο, όσο ο Δνείπερος. Μια σταλιά του μόνο. Να χαμογελάσουν τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των χωριανών μου, να δροσιστεί η γη της πατρίδας μου.
Η φωνή από δίπλα με επανέφερε στην ρηχή πραγματικότητα: «Ποια είναι η Πατρίδα σου φίλε»;
Γυναικεία και χαδιάρα, μουσική φωνή. Όπως των Σειρήνων που τρέλαναν τον Οδυσσέα.
Ήθελε τη γνωριμία μ’ ένα ξένο με μαύρα πυκνά και σγουρά μαλλιά, που καθόταν μοναχός του και απολάμβανε την ομορφιά του Δνείπερου.
Μια Αφροδίτη κατάξανθη μου χαμογελούσε. Να την πιείς στο ποτήρι!
«Η Αφάνεια», αυθόρμητα της απαντώ.
Γούρλωσε τα καταγάλανα μάτια της που μου θύμισαν τη θάλασσα της Αμμοχώστου.
«Και που είναι αυτή η χώρα; Δεν την έχω ακούσει ποτέ».
«Έτσι λένε την πατρίδα μου, είναι ένα μικρό χωριουδάκι στη Μεσόγειο» της λέω. 
«Δεν γνωρίζω τέτοιο νησί στη Μεσόγειο», μου απαντά απορημένη. Πού να ξέρει, ότι ο Ζήνων ο Κιτιεύς είχε για πατρίδα το Κίτιον και όχι την Κύπρο.
«Δεν θα το μάθεις ποτέ» της απαντώ. «Είναι στην άκρη μιας απέραντης πεδιάδας, που δεν έχει ποταμό σαν το δικό σας, αλλά οι άνθρωποί της που «γεννήθηκαν ελεύθεροι» αναμένουν τη βροχή για να ποτίσουν τη γης τους και να πάρουν το βιός τους». Μια σκλαβιά η Φύση.
Έφυγε χωρίς άλλες ερωτήσεις, με βουρκωμένα μάτια. Γιατί άραγε;
Με πήρε για τρελό ή κατάλαβε τον πόνο που λάξευε τα σωθικά μου, μακριά από την πατρίδα μου, την Αφάνεια μου;
Αυτή την πατρίδα, μου την πήραν.
Μένω δέκα χιλιόμετρα μακριά της και μου απαγορεύουν να ζήσω σ’ αυτήν.
Και «γεννήθηκα ελεύθερος»!
Ρουσώ! Σβήσε από το βιβλίο σου «οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι». Κανείς δεν πιστεύει σ’ αυτό.
Είπα στα παιδιά μου: «Την τέφρα μου να την αφήσετε ελεύθερη στην Αφάνεια, αλλά μην πείτε στα οδοφράγματα ότι την παίρνετε μαζί σας γιατί και νεκρό θα με φυλακίσουν και δεν θα είμαι πια «ελεύθερος».
Είναι η τελευταία επιθυμία να ζήσω «ελεύθερος» στην Αφάνεια, την Πατρίδα μου και στην απεραντοσύνη της Μεσορίας!


*Λάζαρος, η κίτρινη αγριομαργαρίτα. Η ονομασία τους άνθους από το κίτρινο χρώμα του τετραήμερου Λαζάρου, δηλαδή, σχήμα κατά συνεκδοχή. Στο χωριό μου, όπως και σε άλλα χωριά της Μεσαορίας αυτά τα φυτά τα ονομάζαμε σιμιλλούθκια.
**Ματσικόριδο,  ο νάρκισσος.
***Γιαλιάς, ο δεύτερος μεγάλος χείμαρρος στην Κύπρο μετά τον Πεδιαίο.
****Βαρκές, ονομασία μιας πολύ γόνιμης περιοχής που βρίσκεται στο έδαφος του χωριού μου.
*****Διχώρα, Μεγάλο δωμάτιο με καμάρα στη μέση για να υποβαστάζει τη στέγη.
******Σουννέττιν, Περιτομή, όπως έκαναν και στον Ιησού του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Αλήθεια, γιατί δεν ισχύει αυτό και για τους χριστιανούς, αφού ο Ιησούς έγινε σουννέττιν;
*******Το άγαλμα της Μητέρας Πατρίδας βρίσκεται στο Κίεβο και κτίστηκε στις όχθες του Δούναβη, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Αντίγραφο του αμερικάνικου Αγάλματος της Ελευθερίας.

Απρίλης 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: